ἀναμίσγω: Difference between revisions
Ἡ δ᾽ ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
(big3_4) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=[[mezclar]] c. ac. y dat. σίτῳ φάρμακα <i>Od</i>.10.235, πάντα τὰ κρέα Hdt.4.26, [[αἷμα]] δακρύοισι Tim.4.3<br /><b class="num">•</b>en v. med. [[mezclarse]], [[entremezclarse]] abs. ταχέως δ' ἀναμίσγεται [[ἄτη]] Sol.1.13, c. dat. ὕδωρ δ' ἀναμίσγεται ὕλῃ Thgn.961, λιταῖς ἀπειλαί Gorg.B 27, [[γέλως]] λύπῃ Call.<i>Fr</i>.24.3<br /><b class="num">•</b>fig. [[relacionarse]] socialmente πολλαὶ ... οὐκ ἀξιεύμεναι ἀναμίσγεσθαι τῇσι ἄλλῃσι Hdt.1.199. | |dgtxt=[[mezclar]] c. ac. y dat. σίτῳ φάρμακα <i>Od</i>.10.235, πάντα τὰ κρέα Hdt.4.26, [[αἷμα]] δακρύοισι Tim.4.3<br /><b class="num">•</b>en v. med. [[mezclarse]], [[entremezclarse]] abs. ταχέως δ' ἀναμίσγεται [[ἄτη]] Sol.1.13, c. dat. ὕδωρ δ' ἀναμίσγεται ὕλῃ Thgn.961, λιταῖς ἀπειλαί Gorg.B 27, [[γέλως]] λύπῃ Call.<i>Fr</i>.24.3<br /><b class="num">•</b>fig. [[relacionarse]] socialmente πολλαὶ ... οὐκ ἀξιεύμεναι ἀναμίσγεσθαι τῇσι ἄλλῃσι Hdt.1.199. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀναμίσγω]] (Α)<br />ποιητ. και ιων. τ. του <i>ἀναμιγνύω</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μίσγω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>μίκσκω</i> <span style="color: red;"><</span> <i>μίγ</i>-<i>σκω</i>) «[[αναμειγνύω]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:53, 29 September 2017
English (LSJ)
poet. and Ion. for
A ἀναμείγνυμι, ἀνέμισγε δὲ σίτῳ φάρμακα Od.10.235; αἷμα δακρύοισι Tim.Fr.7:—Med., have intercourse with, τινί Hdt.1.199:—Pass., γέλως ἀνεμίσγετο λύπῃ Call.Aet.Fr.7.3 P.
German (Pape)
[Seite 198] ion. u. p. = ἀναμίγνυμι. ἀνέμισγε σίτῳ φάρμακα Od. 10, 235. – Med., ver Kehren, Her. 1, 199.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναμίσγω: ποιητ. καὶ Ἴων. ἀντὶ ἀναμίγνυμι, ἀνέμισγε δὲ σίτῳ φάρμακα Ὀδ. Κ. 235· ἀμμίσγω Ἐμπεδ. 47 Sturz.: - Μέσ., ἀναμιγνύομαι, ἔρχομαι εἰς σχέσεις, οὐκ ἀξιεύμεναι ἀναμίσγεσθαι τήσι ἄλλῃσι Ἡρόδ. 1. 199.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf.
1 mêler : τινί τι OD une chose à une autre;
2 avoir des relations avec τινι.
Étymologie: cf. ἀναμίγνυμι.
English (Autenrieth)
aor. part. ἀμμίξᾶς: mix up with, mix together, Od. 10.235, Il. 24.529.
Spanish (DGE)
mezclar c. ac. y dat. σίτῳ φάρμακα Od.10.235, πάντα τὰ κρέα Hdt.4.26, αἷμα δακρύοισι Tim.4.3
•en v. med. mezclarse, entremezclarse abs. ταχέως δ' ἀναμίσγεται ἄτη Sol.1.13, c. dat. ὕδωρ δ' ἀναμίσγεται ὕλῃ Thgn.961, λιταῖς ἀπειλαί Gorg.B 27, γέλως λύπῃ Call.Fr.24.3
•fig. relacionarse socialmente πολλαὶ ... οὐκ ἀξιεύμεναι ἀναμίσγεσθαι τῇσι ἄλλῃσι Hdt.1.199.
Greek Monolingual
ἀναμίσγω (Α)
ποιητ. και ιων. τ. του ἀναμιγνύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + μίσγω (< μίκσκω < μίγ-σκω) «αναμειγνύω»].