ἀνήσυχος: Difference between revisions

From LSJ

ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο → health and brains are the two good things for life

Source
(big3_4)
(4)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que no descansa]] Nil.M.79.1109B<br /><b class="num">•</b><i>inquietus</i>, <i>Gloss</i>.2.227.
|dgtxt=-ον<br />[[que no descansa]] Nil.M.79.1109B<br /><b class="num">•</b><i>inquietus</i>, <i>Gloss</i>.2.227.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀνήσυχος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται σε ψυχική [[ταραχή]], [[αγωνία]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν ησυχάζει [[ποτέ]], [[αεικίνητος]]<br /><b>3.</b> [[άτακτος]]<br /><b>4.</b> αυτός που βρίσκεται σε σωματική [[αγωνία]] από κάποια [[αρρώστια]]<br /><b>5.</b> [[πολυπράγμων]], αυτός που έχει διαρκώς πνευματικές ή μεταφυσικές αναζητήσεις, [[ανικανοποίητος]].
}}
}}

Revision as of 06:54, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνήσυχος Medium diacritics: ἀνήσυχος Low diacritics: ανήσυχος Capitals: ΑΝΗΣΥΧΟΣ
Transliteration A: anḗsychos Transliteration B: anēsychos Transliteration C: anisychos Beta Code: a)nh/suxos

English (LSJ)

   A inquietus, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνήσυχος: -ον, ὁ μὴ ἥσυχος, Γλωσσ.

Spanish (DGE)

-ον
que no descansa Nil.M.79.1109B
inquietus, Gloss.2.227.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀνήσυχος, -ον)
1. αυτός που βρίσκεται σε ψυχική ταραχή, αγωνία
2. αυτός που δεν ησυχάζει ποτέ, αεικίνητος
3. άτακτος
4. αυτός που βρίσκεται σε σωματική αγωνία από κάποια αρρώστια
5. πολυπράγμων, αυτός που έχει διαρκώς πνευματικές ή μεταφυσικές αναζητήσεις, ανικανοποίητος.