ἀνεύθυνος: Difference between revisions
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
(big3_4) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> jur. de pers. [[que no rinde cuentas]], [[no sujeto a responsabilidad]] βέλτιον αὐτοὺς μὴ ἀνευθύνους ὄντας Arist.<i>Pol</i>.1271<sup>a</sup>5, πᾶν ὅ τι ἂν ἐθελήσω [[ἀνεύθυνος]] [[εἰπεῖν]] D.C.43.15.2, cf. Plu.2.45e<br /><b class="num">•</b>fig. τῇ (μουναρχίῃ) ἔξεστι ἀνευθύνῳ ποιέειν τὰ βούλεται a la (tiranía) le está permitido hacer lo que quiere sin rendir cuentas</i> Hdt.3.80, ἀ. [[ἀκρόασις]] escuchar (los discursos) sin incurrir (por ello) en responsabilidad</i> Th.3.43.<br /><b class="num">II</b> gener.<br /><b class="num">1</b> de pers. [[inocente]] c. gen. ἁμαρτημάτων Luc.<i>Nigr</i>.9.<br /><b class="num">2</b> de cosas [[irreprochable]] Luc.<i>Abd</i>.22, τὸ ἰσχίον de los atletas, Philostr.<i>Gym</i>.48<br /><b class="num">•</b>de abstr. [[no censurable]] de un argumento, Alex.Aphr.<i>in Top</i>.425.5, γάμος <i>POxy</i>.906.8 (II/III d.C.), [[ἀστρατεία]] Lib.<i>Or</i>.59.100.<br /><b class="num">III</b> adv. -ως [[irreprochablemente]] Poll.3.139, Iust.<i>Nou</i>.8.12. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> jur. de pers. [[que no rinde cuentas]], [[no sujeto a responsabilidad]] βέλτιον αὐτοὺς μὴ ἀνευθύνους ὄντας Arist.<i>Pol</i>.1271<sup>a</sup>5, πᾶν ὅ τι ἂν ἐθελήσω [[ἀνεύθυνος]] [[εἰπεῖν]] D.C.43.15.2, cf. Plu.2.45e<br /><b class="num">•</b>fig. τῇ (μουναρχίῃ) ἔξεστι ἀνευθύνῳ ποιέειν τὰ βούλεται a la (tiranía) le está permitido hacer lo que quiere sin rendir cuentas</i> Hdt.3.80, ἀ. [[ἀκρόασις]] escuchar (los discursos) sin incurrir (por ello) en responsabilidad</i> Th.3.43.<br /><b class="num">II</b> gener.<br /><b class="num">1</b> de pers. [[inocente]] c. gen. ἁμαρτημάτων Luc.<i>Nigr</i>.9.<br /><b class="num">2</b> de cosas [[irreprochable]] Luc.<i>Abd</i>.22, τὸ ἰσχίον de los atletas, Philostr.<i>Gym</i>.48<br /><b class="num">•</b>de abstr. [[no censurable]] de un argumento, Alex.Aphr.<i>in Top</i>.425.5, γάμος <i>POxy</i>.906.8 (II/III d.C.), [[ἀστρατεία]] Lib.<i>Or</i>.59.100.<br /><b class="num">III</b> adv. -ως [[irreprochablemente]] Poll.3.139, Iust.<i>Nou</i>.8.12. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνεύθυνος]], -ον) [[ευθύνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν φέρει [[ευθύνη]] για [[κάτι]]<br /><b>2.</b> αυτός από τον οποίο δεν μπορείς να ζητάς ευθύνες, [[ακαταλόγιστος]]<br /><b>3.</b> αυτός που δεν αναλαμβάνει την [[ευθύνη]] των πράξεων του, ο [[χωρίς]] [[αίσθημα]] ευθύνης<br />νεοελλ.) <b>(ποιν.)</b> <i>το ανευθυνον</i><br />το ακαταλόγιστο<br /><b>αρχ.</b><br />ο μη [[ένοχος]], ο [[αθώος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:54, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A not accountable, irresponsible, opp. ὑπεύθυνος, τῇ [μουναρχίῃ] ἔξεστι ἀνευθύνῳ ποιέειν τὰ βούλεται Hdt.3.80, cf. Arist. Pol.1271a5; ὑπεύθυνον τὴν παραίνεσιν ἔχοντας πρὸς ἀνεύθυνον τὴν ὑμετέραν ἀκρόασιν Th.3.43; free from liability or censure, POxy.906.8 (ii/iii A. D.), Lib.Or.59.100; not open to objection, of a statement, Alex.Aphr.in Top.425.5. 2 guiltless, innocent, Luc.Abd.22: c. gen., ἀ. ἁμαρτήματος Id.Nigr.9; irreproachable, ἀ. τὸ ἰσχίον, of athletes, Philostr.Gym.48. Adv. -νως Poll.3.139, Just.Nov.8.12 Intr.—In Att., ἀνυπεύθυνος was more common.
German (Pape)
[Seite 227] (εὐθύνη), 1) keiner Prüfung unterworfen, nicht rechenschaftspflichtig, unumschränkt, τῇ μουναρχίῃ ἔξεστι ἀνευθύνῳ ποιέειν τὰ βούλεται Her. 3, 80; dem ὑπεύθυνος entgegenstehend, Thuc. 3, 43; Luc. abd. 22. – 2) der nicht zur Untersuchung gezogen zu werden braucht, unschuldig, Arist. pol. 2, 9; ἁμαρτημάτων Luc. Nigr. 9, frei von Fehlern.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεύθῡνος: -ον, ὁ μὴ ὑπεύθυνος, μὴ ἔχων νὰ δώσῃ λόγον, ἀντίθ. τῷ ὑπεύθυνος: ― τῇ [μουναρχίῃ] ἔξεστι ἀνευθύνῳ ποιέειν τὰ βούλεται; Ἡρόδ. 3. 80, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 2,9, 26˙ ὑπεύθυνον τὴν παραίνεσιν ἔχοντας πρὸς ἀνεύθυνον τὴν ὑμετέραν ἀκρόασιν Θουκ. 3. 43. 2) ὁ μὴ ἔνοχος, ἀθῷος, καθ’ ὅσον ὁ τοιοῦτος δὲν ὑπόκειται εἰς δίκην, Λουκ. Ἀποκηρυττ. 22˙ μετὰ γεν., ἀνεύθ. ἁμαρτήματος, μὴ ἔνοχος, Λουκ. Νιγρ. 9. ― Ἐπίρρ. -νως Πολυδ. Γ΄, 139. ― Παρ’ Ἀττ. τὸ ἀνυπεύθυνος ἦτο κοινότερον.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui ne rend pas de comptes ; irresponsable;
2 qui n’a pas à se justifier, innocent de, gén..
Étymologie: ἀ, εὔθυνος.
Spanish (DGE)
-ον
I jur. de pers. que no rinde cuentas, no sujeto a responsabilidad βέλτιον αὐτοὺς μὴ ἀνευθύνους ὄντας Arist.Pol.1271a5, πᾶν ὅ τι ἂν ἐθελήσω ἀνεύθυνος εἰπεῖν D.C.43.15.2, cf. Plu.2.45e
•fig. τῇ (μουναρχίῃ) ἔξεστι ἀνευθύνῳ ποιέειν τὰ βούλεται a la (tiranía) le está permitido hacer lo que quiere sin rendir cuentas Hdt.3.80, ἀ. ἀκρόασις escuchar (los discursos) sin incurrir (por ello) en responsabilidad Th.3.43.
II gener.
1 de pers. inocente c. gen. ἁμαρτημάτων Luc.Nigr.9.
2 de cosas irreprochable Luc.Abd.22, τὸ ἰσχίον de los atletas, Philostr.Gym.48
•de abstr. no censurable de un argumento, Alex.Aphr.in Top.425.5, γάμος POxy.906.8 (II/III d.C.), ἀστρατεία Lib.Or.59.100.
III adv. -ως irreprochablemente Poll.3.139, Iust.Nou.8.12.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνεύθυνος, -ον) ευθύνω
1. αυτός που δεν φέρει ευθύνη για κάτι
2. αυτός από τον οποίο δεν μπορείς να ζητάς ευθύνες, ακαταλόγιστος
3. αυτός που δεν αναλαμβάνει την ευθύνη των πράξεων του, ο χωρίς αίσθημα ευθύνης
νεοελλ.) (ποιν.) το ανευθυνον
το ακαταλόγιστο
αρχ.
ο μη ένοχος, ο αθώος.