ἀνθρακεύς: Difference between revisions
(big3_4) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-έως, ὁ<br />[[carbonero]] Men.<i>Epit</i>.257, Cic.<i>Att</i>.383.1 (var.), Aesop.29, App.<i>BC</i> 4.40, Them.<i>Or</i>.21.245a, τεχνίτης ἀ. Poll.7.110. | |dgtxt=-έως, ὁ<br />[[carbonero]] Men.<i>Epit</i>.257, Cic.<i>Att</i>.383.1 (var.), Aesop.29, App.<i>BC</i> 4.40, Them.<i>Or</i>.21.245a, τεχνίτης ἀ. Poll.7.110. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[ἀνθρακεύς]] και [[ἀνθρακευτής]])<br />αυτός που κατασκευάζει ξυλάνθρακες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (στα πλοία) ο [[βοηθός]] του θερμαστή, που μεταφέρει άνθρακες από την [[αποθήκη]] στα λεβητοστάσια<br /><b>2.</b> [[ανθρακεργάτης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:54, 29 September 2017
English (LSJ)
έως, ὁ,
A charcoal-maker, Aesop.59, Cic.Att. 15.5.1 (cj.), Them.Or.21.245a, App.BC4.40:—also ἀνθρᾰκ-ευτής, οῦ, ὁ, And.Fr.4, Ael.NA1.8.
German (Pape)
[Seite 233] ὁ, Kohlenbrenner, Aesop. 12 u. sonst.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθρᾰκεύς: έως, ὁ, ὁ παρασκευάζων ἄνθρακας, ἀνθρακοκαύστης, Θεμίστ. 245Α, Ἀππ. Ἐμφ. 4. 40, Αἰσώπ. μῦθ. 59: - ὡσαύτως -κευτής, οῦ, ὁ, Ἀνδοκ. Ἀποσπ. 4, σ. 109, ἔκδ. Βλασσίου, Αἰλ. π. Ζ. 1. 8.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
charbonnier.
Étymologie: ἄνθραξ;
le nom de l’auteur de ce dictionnaire désigne la même profession, cf. Ἀνδρέας, Κάρβων.
Spanish (DGE)
-έως, ὁ
carbonero Men.Epit.257, Cic.Att.383.1 (var.), Aesop.29, App.BC 4.40, Them.Or.21.245a, τεχνίτης ἀ. Poll.7.110.
Greek Monolingual
ο (Α ἀνθρακεύς και ἀνθρακευτής)
αυτός που κατασκευάζει ξυλάνθρακες
νεοελλ.
1. (στα πλοία) ο βοηθός του θερμαστή, που μεταφέρει άνθρακες από την αποθήκη στα λεβητοστάσια
2. ανθρακεργάτης.