ἀνθράκωμα: Difference between revisions

From LSJ

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source
(big3_4)
(4)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰ-]<br />[[montón de carbón]], [[fuego de carbón]] καδμεία λεπτὴ ... ὀπτηθεῖσα ἐπ' ἀνθρακώματος Dsc.<i>Eup</i>.1.45, cf. Hierocl.<i>Facet</i>.135.
|dgtxt=-ματος, τό<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰ-]<br />[[montón de carbón]], [[fuego de carbón]] καδμεία λεπτὴ ... ὀπτηθεῖσα ἐπ' ἀνθρακώματος Dsc.<i>Eup</i>.1.45, cf. Hierocl.<i>Facet</i>.135.
}}
{{grml
|mltxt=και αθράκωμα, το (Α [[ἀνθράκωμα]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[απανθράκωση]]<br /><b>2.</b> το [[οίδημα]] [[άνθραξ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανθρακιά]], [[φωτιά]] από κάρβουνα.
}}
}}

Revision as of 06:54, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθρᾰκωμα Medium diacritics: ἀνθράκωμα Low diacritics: ανθράκωμα Capitals: ΑΝΘΡΑΚΩΜΑ
Transliteration A: anthrákōma Transliteration B: anthrakōma Transliteration C: anthrakoma Beta Code: a)nqra/kwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A heap of charcoal, coal-fire, Dsc.Eup.1.45.

German (Pape)

[Seite 233] τό, Kohlenfeuer, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθράκωμα: τό, πῦρ ἐξ ἀνθράκων, ἔπειτα ὀπτηθεῖσα ἐπ’ ἀνθρακώματος Διοσκ. Περὶ Εὐπορίστ. 1. 48.

Spanish (DGE)

-ματος, τό

• Prosodia: [-ᾰ-]
montón de carbón, fuego de carbón καδμεία λεπτὴ ... ὀπτηθεῖσα ἐπ' ἀνθρακώματος Dsc.Eup.1.45, cf. Hierocl.Facet.135.

Greek Monolingual

και αθράκωμα, το (Α ἀνθράκωμα)
νεοελλ.
1. απανθράκωση
2. το οίδημα άνθραξ
αρχ.
ανθρακιά, φωτιά από κάρβουνα.