ἀνέτοιμος: Difference between revisions
Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich
(big3_4) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[inalcanzable]] τὰ ἑτοῖμα λιπὼν ἀνέτοιμα διώκει Hes.<i>Fr</i>.61.<br /><b class="num">2</b> [[no preparado]], [[no dispuesto]] de una falange desorganizada, Plb.12.20.6, εἰς γάμον οὐκ ἀ. <i>AP</i> 16.242 (Eryc.).<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[sin estar preparado]] ἀ. ἔχοντος πρὸς ἄμυναν App.<i>Mith</i>.12. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[inalcanzable]] τὰ ἑτοῖμα λιπὼν ἀνέτοιμα διώκει Hes.<i>Fr</i>.61.<br /><b class="num">2</b> [[no preparado]], [[no dispuesto]] de una falange desorganizada, Plb.12.20.6, εἰς γάμον οὐκ ἀ. <i>AP</i> 16.242 (Eryc.).<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[sin estar preparado]] ἀ. ἔχοντος πρὸς ἄμυναν App.<i>Mith</i>.12. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνέτοιμος]], -ον)<br />αυτός που δεν [[είναι]] [[έτοιμος]], απροπαρασκεύαστος, [[απροετοίμαστος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν τελείωσε, δεν συντελέστηκε, [[ακάμωτος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανέφικτος]], [[ακατόρθωτος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:54, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A unready, not ready, Plb.12.20.6, D.S.12.41, J.Vit. 22; εἴς τι APl.4.242 (Eryc.). Adv. -ως, ἔχειν πρός τι App.Mith. 12. 2 out of reach, unattainable, ἀνέτοιμα διώκειν Hes.Fr.219.
German (Pape)
[Seite 226] nicht bereit, νήπιος ὃς τὰ ἕτοιμα λιπὼν ἀνέτοιμα διώκει Hes. fr. 118 Göttl.; compar., Pol. 12, 20; nicht gerüstet, Sp., εἰς γάμον Eryc. 6 (Plan. 242).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνέτοιμος: -ον, ὁ μὴ ἕτοιμος, Πολύβ. 12. 20, 6. Διόδ. 12. 41˙ εἴς τι Ἀνθ. Πλαν. 242: ― ὁ μὴ ὢν ἐν χερσὶν ἢ ἐν τῇ ἐξουσίᾳ τινός, νήπιος ὃς τὰ ἕτοιμα λιπών, ἀνέτοιμα διώκει, «ἀφίνει τὰ ἥμερα καὶ ζητεῖ τὰ ἄγρια» (Ἡσ.;) παρὰ Πλουτ. 2. 505D.
Spanish (DGE)
-ον
I 1inalcanzable τὰ ἑτοῖμα λιπὼν ἀνέτοιμα διώκει Hes.Fr.61.
2 no preparado, no dispuesto de una falange desorganizada, Plb.12.20.6, εἰς γάμον οὐκ ἀ. AP 16.242 (Eryc.).
II adv. -ως sin estar preparado ἀ. ἔχοντος πρὸς ἄμυναν App.Mith.12.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνέτοιμος, -ον)
αυτός που δεν είναι έτοιμος, απροπαρασκεύαστος, απροετοίμαστος
2. αυτός που δεν τελείωσε, δεν συντελέστηκε, ακάμωτος
αρχ.
ανέφικτος, ακατόρθωτος.