ακάμωτος

From LSJ

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. εκείνος που δεν είναι καμωμένος, ο μισοτελειωμένος
«δουλειές ακάμωτες», «δρόμος ακάμωτος»
2. (καρπός) αγίνωτος, ανώριμος
3. (αγρός) ακαμάτευτος, ακαλλιέργητος
4. αυτός που δεν μπορεί να κάνει τίποτε, αδέξιος, νωθρός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερητ. + καμωμένος μτχ. του ρ. καμώνω].