ἀντισήκωμα: Difference between revisions
From LSJ
τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart
(big3_5) |
(5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[compensación]] Eust.546.25<br /><b class="num">•</b>c. gen. ψελλίων <i>SB</i> 1962 (IV/V d.C.), τῶν αὐτῶν νομισμάτων <i>PSI</i> 238.10 (VI/VII d.C.). | |dgtxt=-ματος, τό<br />[[compensación]] Eust.546.25<br /><b class="num">•</b>c. gen. ψελλίων <i>SB</i> 1962 (IV/V d.C.), τῶν αὐτῶν νομισμάτων <i>PSI</i> 238.10 (VI/VII d.C.). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (Μ [[ἀντισήκωμα]]) [[αντισηκώ]]<br />χρηματικό [[ποσό]] που καταβάλλει [[κάποιος]] για να εξαγοράσει κάποια [[υποχρέωση]] του (π.χ. τη στρατιωτική [[θητεία]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[αντίσηκο]], το [[αντίβαρο]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:55, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A equipoise, compensation, PSI238.10 (vi/vii A. D.), Eust.546.24.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντισήκωμα: -ατος, τό, ἀντιστάθμημα, Εὐστ. 546. 24.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
compensación Eust.546.25
•c. gen. ψελλίων SB 1962 (IV/V d.C.), τῶν αὐτῶν νομισμάτων PSI 238.10 (VI/VII d.C.).
Greek Monolingual
το (Μ ἀντισήκωμα) αντισηκώ
χρηματικό ποσό που καταβάλλει κάποιος για να εξαγοράσει κάποια υποχρέωση του (π.χ. τη στρατιωτική θητεία)
νεοελλ.
το αντίσηκο, το αντίβαρο.