ἀντεπεξέρχομαι: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ θνῄσκειν, οἷς ὕβριν τὸ ζῆν φέρει → Quis foeda vita restat, his pulchrum est mori → Wem das Leben Schmach bringt, dem ist Sterben schön

Menander, Monostichoi, 291
(big3_5)
(4)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[salir a su vez al encuentro]] τοῖς προτέροις ἐπιστρατεύσασι Aristid.1.149<br /><b class="num">•</b>abs. Th.4.131.<br /><b class="num">2</b> [[vengarse]] κακῶς παθόντα μὴ ἀντεπεξελθεῖν Chrys.M.62.114.
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[salir a su vez al encuentro]] τοῖς προτέροις ἐπιστρατεύσασι Aristid.1.149<br /><b class="num">•</b>abs. Th.4.131.<br /><b class="num">2</b> [[vengarse]] κακῶς παθόντα μὴ ἀντεπεξελθεῖν Chrys.M.62.114.
}}
{{grml
|mltxt=(Α [[ἀντεπεξέρχομαι]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ανταποκρίνομαι]] σε ανάγκες ή υποχρεώσεις, [[αντιμετωπίζω]] με [[επιτυχία]], τα [[βγάζω]] [[πέρα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αντεπιτίθεμαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αντι</i> <span style="color: red;">+</span> [[επεξέρχομαι]]. Ο τ. [[ανταπεξέρχομαι]] —με εξακολουθητική [[αφομοίωση]] του -<i>ε</i>-σε -<i>α</i>- ή από παρετυμολογική [[σύνδεση]] με το προρρηματικό <i>από</i>- ([[αντί]] <i>επί</i>)— χρησιμοποιείται [[συχνά]] [[αντί]] του ορθού [[αντεπεξέρχομαι]]].
}}
}}

Revision as of 06:55, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντεπεξέρχομαι Medium diacritics: ἀντεπεξέρχομαι Low diacritics: αντεπεξέρχομαι Capitals: ΑΝΤΕΠΕΞΕΡΧΟΜΑΙ
Transliteration A: antepexérchomai Transliteration B: antepexerchomai Transliteration C: antepekserchomai Beta Code: a)ntepece/rxomai

English (LSJ)

   A = ἀντεπέξειμι, ib.131, Aristid.1.149J.

German (Pape)

[Seite 247] (s. ἔρχομαι), dass., Thuc. 4, 131.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντεπεξέρχομαι: ἀντεπέξειμι, Θουκ. 4. 131, Ἀριστείδ. 1 149.

French (Bailly abrégé)

part. ao.2 ἀντεπεξελθών;
c. ἀντεπέξειμι.

Spanish (DGE)

1 salir a su vez al encuentro τοῖς προτέροις ἐπιστρατεύσασι Aristid.1.149
abs. Th.4.131.
2 vengarse κακῶς παθόντα μὴ ἀντεπεξελθεῖν Chrys.M.62.114.

Greek Monolingual

ἀντεπεξέρχομαι)
νεοελλ.
ανταποκρίνομαι σε ανάγκες ή υποχρεώσεις, αντιμετωπίζω με επιτυχία, τα βγάζω πέρα
αρχ.
αντεπιτίθεμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντι + επεξέρχομαι. Ο τ. ανταπεξέρχομαι —με εξακολουθητική αφομοίωση του -ε-σε -α- ή από παρετυμολογική σύνδεση με το προρρηματικό από- (αντί επί)— χρησιμοποιείται συχνά αντί του ορθού αντεπεξέρχομαι].