ἀπαιδαγώγητος: Difference between revisions
(big3_5) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que carece de guía]] ὁ [[ἄσωτος]] ἀ. γενόμενος εἰς ταῦτα μεταβαίνει el pródigo, aunque sin nadie que lo dirija, se encamina a esto</i> Arist.<i>EN</i> 1121<sup>b</sup>11<br /><b class="num">•</b>[[no educado]] τῶν ἀναγκαίων Arist.<i>Pol</i>.1338<sup>b</sup>33.<br /><b class="num">2</b> [[grosero]] παιδιαί Ph.2.266, ψυχή Ph.1.547.<br /><b class="num">II</b> subst. τὸ ἀ. [[carencia de educación]] Sor.22.24.<br /><b class="num">III</b> adv. -ως [[sin instrucción]], [[ignorantemente]] ἀ. ... ἰέναι πρὸς Θεόν Cyr.Al.M.73.416B, ἀ. ... τὴν ἐπὶ τῷ μυστηρίῳ ποιούμενοι βάσανον Cyr.Al.M.73.712B. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que carece de guía]] ὁ [[ἄσωτος]] ἀ. γενόμενος εἰς ταῦτα μεταβαίνει el pródigo, aunque sin nadie que lo dirija, se encamina a esto</i> Arist.<i>EN</i> 1121<sup>b</sup>11<br /><b class="num">•</b>[[no educado]] τῶν ἀναγκαίων Arist.<i>Pol</i>.1338<sup>b</sup>33.<br /><b class="num">2</b> [[grosero]] παιδιαί Ph.2.266, ψυχή Ph.1.547.<br /><b class="num">II</b> subst. τὸ ἀ. [[carencia de educación]] Sor.22.24.<br /><b class="num">III</b> adv. -ως [[sin instrucción]], [[ignorantemente]] ἀ. ... ἰέναι πρὸς Θεόν Cyr.Al.M.73.416B, ἀ. ... τὴν ἐπὶ τῷ μυστηρίῳ ποιούμενοι βάσανον Cyr.Al.M.73.712B. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀπαιδαγώγητος]], -ον)<br />αυτός που δεν έτυχε αγωγής, [[αμόρφωτος]], [[απαίδευτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> όποιος δεν έχει οδηγό ή δάσκαλο<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει εκπαιδευτεί σε [[κάτι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:56, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A without teacher or guide, Arist.EN1121b11; uneducated, untaught, τινός in a thing, Id.Pol.1338b33 (v.l. ἀπαιδάγωγος) -ητον, τό, lack of education, Sor.1.33.
German (Pape)
[Seite 275] ohne Führer, unerzogen, ungebildet, Arist. Eth. Nic. 4, 1 u. Sp.; c. gen., in etwas, τῶν ἀναγκαίων Arist. pol. 8, 4, wo ἀπαιδάγωγος v. l.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαιδᾰγώγητος: -ον, ὁ ἄνευ παιδαγωγοῦ ἢ ὁδηγοῦ, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 36: ὁ μὴ παιδαγωγηθείς, ἀπαίδευτος, τινὸς ὁ αὐτ. Πολιτ. 8. 4, 6 (δ. γρ. ἀπαιδάγωγος). - Ἐπίρρ. -τως Κύριλλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 sans précepteur, sans guide;
2 p. ext. non instruit de, gén..
Étymologie: ἀ, παιδαγωγέω.
Spanish (DGE)
-ον
I 1que carece de guía ὁ ἄσωτος ἀ. γενόμενος εἰς ταῦτα μεταβαίνει el pródigo, aunque sin nadie que lo dirija, se encamina a esto Arist.EN 1121b11
•no educado τῶν ἀναγκαίων Arist.Pol.1338b33.
2 grosero παιδιαί Ph.2.266, ψυχή Ph.1.547.
II subst. τὸ ἀ. carencia de educación Sor.22.24.
III adv. -ως sin instrucción, ignorantemente ἀ. ... ἰέναι πρὸς Θεόν Cyr.Al.M.73.416B, ἀ. ... τὴν ἐπὶ τῷ μυστηρίῳ ποιούμενοι βάσανον Cyr.Al.M.73.712B.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀπαιδαγώγητος, -ον)
αυτός που δεν έτυχε αγωγής, αμόρφωτος, απαίδευτος
αρχ.
1. όποιος δεν έχει οδηγό ή δάσκαλο
2. εκείνος που δεν έχει εκπαιδευτεί σε κάτι.