ἀποδασμός: Difference between revisions
From LSJ
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
(big3_5) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><b class="num">1</b> [[parte separada]] Th.1.12.<br /><b class="num">2</b> [[privación de]] χώρας ἀποδασμῷ ζημιωθέντες D.H.3.6. | |dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><b class="num">1</b> [[parte separada]] Th.1.12.<br /><b class="num">2</b> [[privación de]] χώρας ἀποδασμῷ ζημιωθέντες D.H.3.6. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀποδασμός]], ο (Α) [[αποδατούμαι]]<br /><b>1.</b> [[τεμαχισμός]] ενός όλου, [[διαίρεση]], [[μερισμός]]<br /><b>2.</b> [[μέρος]] ενός συνόλου. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:56, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, (ἀποδατέομαι)
A division, part of a whole, Th.1.12; separation, χώρας ἀποδασμῷ ζηυιωθῆναι by loss of territory, D.H.3.6.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδασμός: ὁ, (ἀποδατέομαι) μερὶς ἐκ συνόλου τινός, ἦν δὲ αὐτῶν [τῶν Βοιωτῶν] καὶ ἀποδασμὸς πρότερον ἐν τῇ γῇ ταύτῃ Θουκ. 1. 12, Διον. Ἁλ. 3. 6: περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Λοβ. Παραλειπ. 385.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
partie détachée d’un tout, fraction.
Étymologie: ἀποδαίομαι.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 parte separada Th.1.12.
2 privación de χώρας ἀποδασμῷ ζημιωθέντες D.H.3.6.
Greek Monolingual
ἀποδασμός, ο (Α) αποδατούμαι
1. τεμαχισμός ενός όλου, διαίρεση, μερισμός
2. μέρος ενός συνόλου.