ἄπραγος: Difference between revisions
From LSJ
ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → every inch of his stature is grace, from top to toe he's a complete charmer
(big3_6) |
(6) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[inactivo]], [[vago]] ἀπράγους καὶ ἀπονενοημένους Sm.<i>Id</i>.9.4, [[ἄνθρωπος]] ... βατράχου ἀπραγότερος un hombre más vago que una rana</i> Pall.<i>V.Chrys</i>.11p.64<br /><b class="num">•</b>en sent. positivo [[sereno]] [[βίος]] Pall.<i>H.Laus</i>.25.5. | |dgtxt=-ον<br />[[inactivo]], [[vago]] ἀπράγους καὶ ἀπονενοημένους Sm.<i>Id</i>.9.4, [[ἄνθρωπος]] ... βατράχου ἀπραγότερος un hombre más vago que una rana</i> Pall.<i>V.Chrys</i>.11p.64<br /><b class="num">•</b>en sent. positivo [[sereno]] [[βίος]] Pall.<i>H.Laus</i>.25.5. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄπραγος]], -ον) [[πράττω]]<br />[[αδρανής]], [[νωθρός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[άπειρος]], [[αδαής]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν κατορθώνει να φέρει [[κάτι]] σε [[πέρας]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:57, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A = ἀπράγμων, Sm.Jd.9.4.
Spanish (DGE)
-ον
inactivo, vago ἀπράγους καὶ ἀπονενοημένους Sm.Id.9.4, ἄνθρωπος ... βατράχου ἀπραγότερος un hombre más vago que una rana Pall.V.Chrys.11p.64
•en sent. positivo sereno βίος Pall.H.Laus.25.5.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄπραγος, -ον) πράττω
αδρανής, νωθρός
νεοελλ.
1. άπειρος, αδαής
2. αυτός που δεν κατορθώνει να φέρει κάτι σε πέρας.