ἀπρόρρητος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)

Source
(big3_6)
(6)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que no se puede predecir]] πάντα τὰ περὶ ταῦτα ἀπρόρρητα μὲν λεχθέντα οὐκ ἄν ὀρθῶς λέγοιτο Pl.<i>Lg</i>.968e.
|dgtxt=-ον<br />[[que no se puede predecir]] πάντα τὰ περὶ ταῦτα ἀπρόρρητα μὲν λεχθέντα οὐκ ἄν ὀρθῶς λέγοιτο Pl.<i>Lg</i>.968e.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀπρόρρητος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν έχει προλεχθεί.
}}
}}

Revision as of 06:58, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπρόρρητος Medium diacritics: ἀπρόρρητος Low diacritics: απρόρρητος Capitals: ΑΠΡΟΡΡΗΤΟΣ
Transliteration A: aprórrētos Transliteration B: aprorrētos Transliteration C: aprorritos Beta Code: a)pro/rrhtos

English (LSJ)

ον,

   A not foretold, Pl.Lg. <*>68e, as Ast for ἀπόρρητος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπρόρρητος: -ον, ὁ μὴ προρρηθείς, Πλάτ. Νόμ. 968Ε, κατὰ τὸν Ast ἀντὶ ἀπόρρητος.

Spanish (DGE)

-ον
que no se puede predecir πάντα τὰ περὶ ταῦτα ἀπρόρρητα μὲν λεχθέντα οὐκ ἄν ὀρθῶς λέγοιτο Pl.Lg.968e.

Greek Monolingual

ἀπρόρρητος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει προλεχθεί.