ἀριστεροστάτης: Difference between revisions

From LSJ

τὸν νέον τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν → what do you think are his feelings

Source
(big3_6)
(6)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-, -ᾰ-]<br />[[persona que está en la parte izquierda]] del coro, Cratin.229, Aristid.<i>Or</i>.3.154.
|dgtxt=-ου, ὁ<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-, -ᾰ-]<br />[[persona que está en la parte izquierda]] del coro, Cratin.229, Aristid.<i>Or</i>.3.154.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ἀριστεροστάτης]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> αυτός που στέκεται στην αριστερή [[μεριά]] του πυροβόλου<br /><b>αρχ.</b><br />(ειδικά στον χορό του αρχαίου δράματος) αυτός που στέκεται [[προς]] τα αριστερά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αριστερός]] <span style="color: red;">+</span> -[[στάτης]] <span style="color: red;"><</span> [[ίστημι]] «[[στήνω]], [[στέκω]], [[μένω]] [[σταθερός]]»].
}}
}}

Revision as of 06:58, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀριστεροστάτης Medium diacritics: ἀριστεροστάτης Low diacritics: αριστεροστάτης Capitals: ΑΡΙΣΤΕΡΟΣΤΑΤΗΣ
Transliteration A: aristerostátēs Transliteration B: aristerostatēs Transliteration C: aristerostatis Beta Code: a)risterosta/ths

English (LSJ)

[ᾰρ] [τᾰ], ου, ὁ,

   A standing on the left, esp. in the Trag. chorus, Cratin.215, Aristid.2.161 J.

German (Pape)

[Seite 352] ὁ, zur Linken stehend, Anführer des linken Halbchors, Aristid.

Greek (Liddell-Scott)

ἀριστεροστάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, ὁ πρὸς ἀριστερὰ ἱστάμενος, «ἀριστεροστάτης ἐν τῷ κωμικῷ καλεῖται χορῷ, ὁ δὲ τῷ τραγικῷ μέσος ἀριστεροῦ, Κρατῖνος Σεριφίοις» Α. Β. 444, 16, Ἀριστείδ. 2. 161.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ

• Prosodia: [ᾰ-, -ᾰ-]
persona que está en la parte izquierda del coro, Cratin.229, Aristid.Or.3.154.

Greek Monolingual

ο (Α ἀριστεροστάτης)
νεοελλ.
ναυτ. αυτός που στέκεται στην αριστερή μεριά του πυροβόλου
αρχ.
(ειδικά στον χορό του αρχαίου δράματος) αυτός που στέκεται προς τα αριστερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αριστερός + -στάτης < ίστημι «στήνω, στέκω, μένω σταθερός»].