ἀπρόθεσμος: Difference between revisions

From LSJ

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source
(big3_6)
(6)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[no fijado en un tiempo definido]] χρόνος τῆς ἐπὶ τὴν μίξιν ὁρμῆς Sor.22.22<br /><b class="num">•</b>[[no fijado de antemano]] θάνατος Chrys.M.60.741, μυστήριον Hsch.H.<i>Hom</i>.21.9.13.
|dgtxt=-ον<br />[[no fijado en un tiempo definido]] χρόνος τῆς ἐπὶ τὴν μίξιν ὁρμῆς Sor.22.22<br /><b class="num">•</b>[[no fijado de antemano]] θάνατος Chrys.M.60.741, μυστήριον Hsch.H.<i>Hom</i>.21.9.13.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀπρόθεσμος]], -ον)<br />αυτός για τον οποίο δεν έχει οριστεί [[προθεσμία]].
}}
}}

Revision as of 06:58, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπρόθεσμος Medium diacritics: ἀπρόθεσμος Low diacritics: απρόθεσμος Capitals: ΑΠΡΟΘΕΣΜΟΣ
Transliteration A: apróthesmos Transliteration B: aprothesmos Transliteration C: aprothesmos Beta Code: a)pro/qesmos

English (LSJ)

ον,

   A not fixed to any definite time, opp. ἐμπρόθεσμος, Sor.1.33.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπρόθεσμος: -ον, ὁ μὴ γινόμενος ἐν ὡρισμένῳ χρόνῳ, ὁ μὴ γινόμενος κατὰ τὴν δεῖναδεῖνα ὥραν τοῦ ἔτους, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ ἐμπρόθεσμος, «διὸ καὶ τῶν πλείστων (ζῴων) ἐμπρόθεσμοςχρόνος τῆς ἐπὶ τὴν μῖξιν ὁρμῆς, ἐπὶ δὲ τῶν ἀνθρώπων ἀπρόθεσμος πολλαχοῦ» Σωραν. 10, σ. 28.

Spanish (DGE)

-ον
no fijado en un tiempo definido χρόνος τῆς ἐπὶ τὴν μίξιν ὁρμῆς Sor.22.22
no fijado de antemano θάνατος Chrys.M.60.741, μυστήριον Hsch.H.Hom.21.9.13.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπρόθεσμος, -ον)
αυτός για τον οποίο δεν έχει οριστεί προθεσμία.