ἄρτυμα: Difference between revisions
λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead
(big3_7) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(ἄρτῡμα) -ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[condimento]], [[especia]] en cocina κοσμοῦντες χύτρας ἀρτύμασι παντοδαποῖσιν <i>Batr</i>.(a).41, διαβρέχεις τἀρτύματα pones a remojo los condimentos</i> A.<i>Fr</i>.306, cf. ἀρτύματα ξηρά <i>PCair.Zen</i>.702.29 (III a.C.), βορᾶς ἀρτύματα S.<i>Fr</i>.675, Anaxipp.1.5, ἀρτυμάτων μέδιμνοι Theopomp.Hist.263a, <i>PPetaus</i>.28.19, <i>PSarap</i>.55.40 (II d.C.), <i>Vit.Aesop.G</i> 34<br /><b class="num">•</b>de uso restringido en las dietas σκευάζειν δὲ τὰ ὄψα ἁλσὶ καὶ κυμίνῳ καὶ τοῖσιν ἄλλοισιν ἀρτύμασιν ὡς ἐλαχίστοισι χρῆσθαι Hp.<i>Aff</i>.43, cf. <i>Int</i>.49, 51 (p.296)<br /><b class="num">•</b>en sacrificios, S.<i>Fr</i>.709, en ritos mágicos <i>PMag</i>.12.72<br /><b class="num">•</b>fig. ἡ ἀνάπαυσις τῶν πόνων ἐστὶν ἄ. el descanso en los esfuerzos es como la especia</i> de la vida, Plu.2.9c.<br /><b class="num">2</b> [[διαθήκη]], [[δίκη]] Hsch. | |dgtxt=(ἄρτῡμα) -ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[condimento]], [[especia]] en cocina κοσμοῦντες χύτρας ἀρτύμασι παντοδαποῖσιν <i>Batr</i>.(a).41, διαβρέχεις τἀρτύματα pones a remojo los condimentos</i> A.<i>Fr</i>.306, cf. ἀρτύματα ξηρά <i>PCair.Zen</i>.702.29 (III a.C.), βορᾶς ἀρτύματα S.<i>Fr</i>.675, Anaxipp.1.5, ἀρτυμάτων μέδιμνοι Theopomp.Hist.263a, <i>PPetaus</i>.28.19, <i>PSarap</i>.55.40 (II d.C.), <i>Vit.Aesop.G</i> 34<br /><b class="num">•</b>de uso restringido en las dietas σκευάζειν δὲ τὰ ὄψα ἁλσὶ καὶ κυμίνῳ καὶ τοῖσιν ἄλλοισιν ἀρτύμασιν ὡς ἐλαχίστοισι χρῆσθαι Hp.<i>Aff</i>.43, cf. <i>Int</i>.49, 51 (p.296)<br /><b class="num">•</b>en sacrificios, S.<i>Fr</i>.709, en ritos mágicos <i>PMag</i>.12.72<br /><b class="num">•</b>fig. ἡ ἀνάπαυσις τῶν πόνων ἐστὶν ἄ. el descanso en los esfuerzos es como la especia</i> de la vida, Plu.2.9c.<br /><b class="num">2</b> [[διαθήκη]], [[δίκη]] Hsch. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (AM [[ἄρτυμα]]) [[αρτύω]]<br />το [[καρύκευμα]], το μυρωδικό<br /><b>αρχ.</b><br />ό,τι προξενεί [[ευχαρίστηση]] ή [[ανακούφιση]], η [[ανάπαυση]] από τους πόνους. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:58, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A condiment, seasoning, ἀρτύμασι παντοδαποῖσι Batr.41, cf. Hp.Aff.43, Dsc.3.36, etc.; βορᾶς ἀρτύματα S.Fr.675, cf. 709; τὰ παλαιὰ καὶ θρυλούμενα ἀρτύματα Anaxipp.1.5: metaph., ἡ ἀνάπαυσις τῶν πόνων ἄ. Plu.2.9c. II = διαθήκη, δίκη, Hsch. (cf. ἄρτημα).
German (Pape)
[Seite 363] τό, Zubereitung von Speisen, βορᾶς Soph. frg. 601; Aesch. frg. 317; bes. alles, womit die Speisen schmackhaft gemacht werden, Gewürz, κοσμοῦντες χύτρας ἀρτύμασι παντοδαποῖσι Batrach. 41; übertr., πόνων, die Ruhe, Plut. ed. lib. 13.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
assaisonnement.
Étymologie: ἀρτύω.
Spanish (DGE)
(ἄρτῡμα) -ματος, τό
1 condimento, especia en cocina κοσμοῦντες χύτρας ἀρτύμασι παντοδαποῖσιν Batr.(a).41, διαβρέχεις τἀρτύματα pones a remojo los condimentos A.Fr.306, cf. ἀρτύματα ξηρά PCair.Zen.702.29 (III a.C.), βορᾶς ἀρτύματα S.Fr.675, Anaxipp.1.5, ἀρτυμάτων μέδιμνοι Theopomp.Hist.263a, PPetaus.28.19, PSarap.55.40 (II d.C.), Vit.Aesop.G 34
•de uso restringido en las dietas σκευάζειν δὲ τὰ ὄψα ἁλσὶ καὶ κυμίνῳ καὶ τοῖσιν ἄλλοισιν ἀρτύμασιν ὡς ἐλαχίστοισι χρῆσθαι Hp.Aff.43, cf. Int.49, 51 (p.296)
•en sacrificios, S.Fr.709, en ritos mágicos PMag.12.72
•fig. ἡ ἀνάπαυσις τῶν πόνων ἐστὶν ἄ. el descanso en los esfuerzos es como la especia de la vida, Plu.2.9c.
2 διαθήκη, δίκη Hsch.
Greek Monolingual
το (AM ἄρτυμα) αρτύω
το καρύκευμα, το μυρωδικό
αρχ.
ό,τι προξενεί ευχαρίστηση ή ανακούφιση, η ανάπαυση από τους πόνους.