ἀσιγησία: Difference between revisions

From LSJ

τῷ πυρὶ τῆς ὁδοῦ τεκμαιρόμενοι → judging of the road by the fire

Source
(big3_7)
(6)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ [[incapacidad de estar callado]] κακὸν ἡ ἀ. Plu.2.502c.
|dgtxt=-ας, ἡ [[incapacidad de estar callado]] κακὸν ἡ ἀ. Plu.2.502c.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀσιγησία]], η (Α) [[ασίγητος]]<br />το να μη σιωπά [[κανείς]], η [[αδυναμία]] κάποιου να παραμείνει για λίγο [[σιωπηλός]].
}}
}}

Revision as of 06:59, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσῑγησία Medium diacritics: ἀσιγησία Low diacritics: ασιγησία Capitals: ΑΣΙΓΗΣΙΑ
Transliteration A: asigēsía Transliteration B: asigēsia Transliteration C: asigisia Beta Code: a)sighsi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A inability to keep silence, Plu.2.502c.

German (Pape)

[Seite 370] ἡ, das Nichtschweigen, Plut. garrul. 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσῑγησία: ἡ, τὸ μὴ σιγᾶν, πολυλογία, καὶ τοῦτο ἔχει πρῶτον κακὸν ἡ ἀσιγησία τὴν ἀνηκοΐαν Πλούτ. 2. 502C.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
impuissance à se taire.
Étymologie: ἀ, σιγάω.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ incapacidad de estar callado κακὸν ἡ ἀ. Plu.2.502c.

Greek Monolingual

ἀσιγησία, η (Α) ασίγητος
το να μη σιωπά κανείς, η αδυναμία κάποιου να παραμείνει για λίγο σιωπηλός.