βαυκός: Difference between revisions
Oἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἦσαν ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ... (adaptation of Herodotus 6.105) → The Athenians were in great danger...
(big3_8) |
(7) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-όν<br />[[blando]], [[delicado]] βαυκά, μαλακά, τερπνά, τρυφερά Arar.9, cf. Phot.β 104, <i>EM</i> 192.20G., βαυκά· ἡδέα Hsch.<br /><b class="num">•</b>[[estúpido]] Hsch.β 191.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Etim. dud. Quizá rel. [[βαυκαλάω]] q.u. por vía pop. c. el sent. de ‘mimo’. | |dgtxt=-όν<br />[[blando]], [[delicado]] βαυκά, μαλακά, τερπνά, τρυφερά Arar.9, cf. Phot.β 104, <i>EM</i> 192.20G., βαυκά· ἡδέα Hsch.<br /><b class="num">•</b>[[estúpido]] Hsch.β 191.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Etim. dud. Quizá rel. [[βαυκαλάω]] q.u. por vía pop. c. el sent. de ‘mimo’. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[βαυκός]], ο (Α)<br /><b>1.</b> [[τρυφερός]], [[αβρός]], [[μαλακός]]<br /><b>2.</b> [[προσποιητός]], [[επιτηδευμένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι τ. [[βαυκός]], [[βαύκαλος]] [[καθώς]] και οι λέξεις που συνδέονται με αυτούς [[είναι]] δημώδεις και η [[ετυμολογία]] τους [[είναι]] δύσκολο να προσδιοριστεί. Ο τ. [[βαύκαλος]] μαρτυρείται μόνο στο <i>Μέγα Ετυμολογικό</i> (192, 20) και μπορεί να προήλθε από το [[βαυκαλώ]], με υποχωρητικό σχηματισμό. Εξάλλου δεν [[είναι]] σαφές αν ο τ. [[βαύκαλος]] [[είναι]] παρεκτεταμένη [[μορφή]] του [[βαυκός]] ή αν το [[βαυκός]] [[είναι]] μεταπλασμένος τ. του [[βαύκαλος]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:00, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A prudish, affected, Arar.9.
German (Pape)
[Seite 439] VLL. τρυφερός, spröde, zärtlich thuend, Araros bei Aspas. zu Arist. eth. Nicom. IV p. 58.
Greek (Liddell-Scott)
βαυκός: -ή, -όν, προσποιούμενος, χαϊδευόμενος, θρυπτόμενος, ὡς τὸ τρυφερός, Ἀραρὼς Καμπ. 2.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
délicat, dédaigneux, prude.
Étymologie: DELG terme populaire, sans étym.
Spanish (DGE)
-όν
blando, delicado βαυκά, μαλακά, τερπνά, τρυφερά Arar.9, cf. Phot.β 104, EM 192.20G., βαυκά· ἡδέα Hsch.
•estúpido Hsch.β 191.
• Etimología: Etim. dud. Quizá rel. βαυκαλάω q.u. por vía pop. c. el sent. de ‘mimo’.
Greek Monolingual
βαυκός, ο (Α)
1. τρυφερός, αβρός, μαλακός
2. προσποιητός, επιτηδευμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. βαυκός, βαύκαλος καθώς και οι λέξεις που συνδέονται με αυτούς είναι δημώδεις και η ετυμολογία τους είναι δύσκολο να προσδιοριστεί. Ο τ. βαύκαλος μαρτυρείται μόνο στο Μέγα Ετυμολογικό (192, 20) και μπορεί να προήλθε από το βαυκαλώ, με υποχωρητικό σχηματισμό. Εξάλλου δεν είναι σαφές αν ο τ. βαύκαλος είναι παρεκτεταμένη μορφή του βαυκός ή αν το βαυκός είναι μεταπλασμένος τ. του βαύκαλος].