γεφυροποιός: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess

Source
(big3_10)
(8)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[constructor de puentes]]como trad. de lat. <i>pontifex</i> γεφυροποιοὺς τοὺς ἄνδρας ἐπικληθέντας ἀπὸ τῶν ποιουμένων περὶ τὴν γέφυραν ἱερῶν Plu.<i>Num</i>.9.
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[constructor de puentes]]como trad. de lat. <i>pontifex</i> γεφυροποιοὺς τοὺς ἄνδρας ἐπικληθέντας ἀπὸ τῶν ποιουμένων περὶ τὴν γέφυραν ἱερῶν Plu.<i>Num</i>.9.
}}
{{grml
|mltxt=ο (AM [[γεφυροποιός]])<br />[[τεχνίτης]] ή [[μηχανικός]] [[ειδικός]] στην [[κατασκευή]] γεφυρών<br /><b>νεοελλ.</b><br />όποιος συμβιβάζει αντίθετες απόψεις ή καταστάσεις.
}}
}}

Revision as of 07:01, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γεφῡροποιός Medium diacritics: γεφυροποιός Low diacritics: γεφυροποιός Capitals: ΓΕΦΥΡΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: gephyropoiós Transliteration B: gephyropoios Transliteration C: gefyropoios Beta Code: gefuropoio/s

English (LSJ)

ὁ,

   A bridgemaker, = Lat. pontifex, Plu.Num.9.

German (Pape)

[Seite 487] ὁ, Brückenmacher, für das lat. pontifex, Plut. Num. 9 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

γεφῡροποιός: ὁ, ὁ κατασκευάζων γεφύρας, Λατ. pontifex, Πλούτ. Νουμ. 9.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
= lat. pontifex, primit. constructeur de ponts.
Étymologie: γέφυρα, ποιέω.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
constructor de puentescomo trad. de lat. pontifex γεφυροποιοὺς τοὺς ἄνδρας ἐπικληθέντας ἀπὸ τῶν ποιουμένων περὶ τὴν γέφυραν ἱερῶν Plu.Num.9.

Greek Monolingual

ο (AM γεφυροποιός)
τεχνίτης ή μηχανικός ειδικός στην κατασκευή γεφυρών
νεοελλ.
όποιος συμβιβάζει αντίθετες απόψεις ή καταστάσεις.