γίγγλαρος: Difference between revisions
From LSJ
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
(big3_10) |
(8) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ου, ὁ [[flauta]] pequeña de origen egipcio, Poll.4.82. | |dgtxt=-ου, ὁ [[flauta]] pequeña de origen egipcio, Poll.4.82. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[γίγγλαρος]], ο (Α)<br />[[μικρός]] [[αιγυπτιακός]] [[αυλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γίγγρος]], με [[ανομοίωση]] και [[παρέκταση]] με -<i>ρ</i>-]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:02, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, a kind of
A flute or fife, Poll.4.82:—Dim. γιγγλάριον, τό, AB88; cf. γίγγρας.
German (Pape)
[Seite 491] ὁ, eine ägyptische Flöte, Poll. 4, 82.
Greek (Liddell-Scott)
γίγγλαρος: ὁ, εἶδος αὐλοῦ, Πολυδ. Δ', 82· ὑποκορ. γιγγλάριον, τό, Α. Β. 88· πρβλ. γίγγρας.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ flauta pequeña de origen egipcio, Poll.4.82.
Greek Monolingual
γίγγλαρος, ο (Α)
μικρός αιγυπτιακός αυλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γίγγρος, με ανομοίωση και παρέκταση με -ρ-].