γναθμός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
(big3_10)
(8)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><b class="num">1</b> [[mandíbula]] τὸν βάλ' ὑπὸ γναθμοῖο καὶ οὔατος <i>Il</i>.13.671, παραστὰς γναθμὸν δεξιτερόν <i>Il</i>.16.405, en plu. γναθμοὶ δὲ τάνυσθεν <i>Od</i>.16.175, πάντας ὀδόντας γναθμῶν ἐξελάσαιμι <i>Od</i>.18.29<br /><b class="num">•</b>fig. οἱ δ' ἤδη γναθμοῖσι γελώων ἀλλοτρίοισιν reían ya con mandíbulas ajenas, e.e. con risa forzada</i>, <i>Od</i>.20.347.<br /><b class="num">2</b> [[el mandíbulas]] n. dado por los pescadores al esturión, Euthydemus <i>SHell</i>.455.
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><b class="num">1</b> [[mandíbula]] τὸν βάλ' ὑπὸ γναθμοῖο καὶ οὔατος <i>Il</i>.13.671, παραστὰς γναθμὸν δεξιτερόν <i>Il</i>.16.405, en plu. γναθμοὶ δὲ τάνυσθεν <i>Od</i>.16.175, πάντας ὀδόντας γναθμῶν ἐξελάσαιμι <i>Od</i>.18.29<br /><b class="num">•</b>fig. οἱ δ' ἤδη γναθμοῖσι γελώων ἀλλοτρίοισιν reían ya con mandíbulas ajenas, e.e. con risa forzada</i>, <i>Od</i>.20.347.<br /><b class="num">2</b> [[el mandíbulas]] n. dado por los pescadores al esturión, Euthydemus <i>SHell</i>.455.
}}
{{grml
|mltxt=[[γναθμός]], ο (Α)<br />[[σαγόνι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για παράλληλο τ. του [[γνάθος]] και απαντά στην [[ποίηση]]. Ανάγεται σε IE <i>gon∂dh</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>ĝenu</i>- «[[πιγούνι]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>μος</i>, πιθ. αναλογικά [[προς]] τα [[λαιμός]], [[βρεχμός]], [[οφθαλμός]]].
}}
}}

Revision as of 07:02, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γναθμός Medium diacritics: γναθμός Low diacritics: γναθμός Capitals: ΓΝΑΘΜΟΣ
Transliteration A: gnathmós Transliteration B: gnathmos Transliteration C: gnathmos Beta Code: gnaqmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A jaw, poet. form of sq., Il.17.617, al.: also in pl., Od. 18.29; γναθμοῖς ἀδήλοις φαρμάκων E.Med.1201; for ἀλλοτρίοις γναθμοῖσι γελᾶν, v. ἀλλότριος; also γναθμόν· τομώτατον καὶ αἱρετικώτατον, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

γναθμός: ὁ, ἡ σιαγών· ποιητ. τύπος τοῦ γνάθος, Ὅμ.· ὡσαύτως κατὰ πληθ., Ὀδ. Σ. 29· γναθμοῖς ἀδήλοις φαρμάκων Εὐρ. Μηδ. 1201· περὶ τοῦ ἀλλοτρίοις γναθμοῖσι γελᾶν, ἴδε ἐν λ. ἀλλότριος.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
mâchoire (poét. c. γνάθος).

English (Autenrieth)

jaw, cheek; for Od. 20.347, see ἀλλότριος.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 mandíbula τὸν βάλ' ὑπὸ γναθμοῖο καὶ οὔατος Il.13.671, παραστὰς γναθμὸν δεξιτερόν Il.16.405, en plu. γναθμοὶ δὲ τάνυσθεν Od.16.175, πάντας ὀδόντας γναθμῶν ἐξελάσαιμι Od.18.29
fig. οἱ δ' ἤδη γναθμοῖσι γελώων ἀλλοτρίοισιν reían ya con mandíbulas ajenas, e.e. con risa forzada, Od.20.347.
2 el mandíbulas n. dado por los pescadores al esturión, Euthydemus SHell.455.

Greek Monolingual

γναθμός, ο (Α)
σαγόνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παράλληλο τ. του γνάθος και απαντά στην ποίηση. Ανάγεται σε IE gon∂dh- < ĝenu- «πιγούνι» + επίθημα -μος, πιθ. αναλογικά προς τα λαιμός, βρεχμός, οφθαλμός].