γυιοτόρος: Difference between revisions

From LSJ

μαλθακωτέρα πέπονος σικύου → softer than a ripe melon

Source
(big3_10)
(8)
Line 7: Line 7:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que atraviesa la carne]], [[que la perfora]] fig. γυιοτόρους μύρμηκας correas que desgarran los miembros</i>, <i>AP</i> 2.226 (Christod.).
|dgtxt=-ον<br />[[que atraviesa la carne]], [[que la perfora]] fig. γυιοτόρους μύρμηκας correas que desgarran los miembros</i>, <i>AP</i> 2.226 (Christod.).
}}
{{grml
|mltxt=[[γυιοτόρος]], -ον (Α)<br />αυτός που διατρυπά τα [[μέλη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γυίον]] <span style="color: red;">+</span> <b>(θ.)</b> <i>τορ</i>-, <i>έτορον</i>, αόρ. β'<br /><b>[[πρβλ]].</b> ενεστ. [[τορέω]] «[[διατρυπώ]]», [[τείρω]] «[[θλίβω]], [[ταλαιπωρώ]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[διάτορος]], [[ρινοτόρος]], [[χαλκότορος]])].
}}
}}

Revision as of 07:02, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 508] Glieder durchbohrend, Christodor. Ecphr. 226.

Greek (Liddell-Scott)

γυιοτόρος: -ον, διαπερνῶν ἢ διατρυπών τὰ μέλη, Χριστόδ. Ἐκφρ. 226.

Spanish (DGE)

-ον
que atraviesa la carne, que la perfora fig. γυιοτόρους μύρμηκας correas que desgarran los miembros, AP 2.226 (Christod.).

Greek Monolingual

γυιοτόρος, -ον (Α)
αυτός που διατρυπά τα μέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυίον + (θ.) τορ-, έτορον, αόρ. β'
πρβλ. ενεστ. τορέω «διατρυπώ», τείρω «θλίβω, ταλαιπωρώ» (πρβλ. διάτορος, ρινοτόρος, χαλκότορος)].