γυιοτόρος
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
German (Pape)
[Seite 508] Glieder durchbohrend, Christodor. Ecphr. 226.
Greek (Liddell-Scott)
γυιοτόρος: -ον, διαπερνῶν ἢ διατρυπών τὰ μέλη, Χριστόδ. Ἐκφρ. 226.
Spanish (DGE)
-ον
que atraviesa la carne, que la perfora fig. γυιοτόρους μύρμηκας correas que desgarran los miembros, AP 2.226 (Christod.).
Greek Monolingual
γυιοτόρος, -ον (Α)
αυτός που διατρυπά τα μέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυίον + (θ.) τορ-, έτορον, αόρ. β'
πρβλ. ενεστ. τορέω «διατρυπώ», τείρω «θλίβω, ταλαιπωρώ» (πρβλ. διάτορος, ρινοτόρος, χαλκότορος)].