δᾳδουργός: Difference between revisions
From LSJ
τό γε μὴν ἀόργητον ἀνδρός ἐστι σοφοῦ → and to be able also to subdue anger is the part of a wise man
(big3_10) |
(8) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-οῦ, ὁ [[resinero]] Thphr.<i>HP</i> 3.9.3. | |dgtxt=-οῦ, ὁ [[resinero]] Thphr.<i>HP</i> 3.9.3. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δᾳδουργός]], ο (Α)<br />αυτός που κόβει πεύκα για να βγάλει [[ρετσίνι]] ή να ετοιμάσει δαδιά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δας</i> (<i>δαδός</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> <span style="color: red;"><</span> [[έργον]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:02, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A one who cuts pines for torches, ib.3.9.3.
German (Pape)
[Seite 513] Fackelmacher, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
δᾳδουργός: -όν, ὁ κόπτων πεύκας πρὸς συλλογὴν τῆς ῥητίνης, Θεόφρ. Ι. Φ. 3. 9, 3.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ resinero Thphr.HP 3.9.3.
Greek Monolingual
δᾳδουργός, ο (Α)
αυτός που κόβει πεύκα για να βγάλει ρετσίνι ή να ετοιμάσει δαδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δας (δαδός) + -ουργός < έργον].