δακτυλωτός: Difference between revisions
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
(big3_10) |
(8) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(δακτῠλωτός) -ή, -όν<br />sent. dud. [[con asas en forma de dedos o hendiduras para introducir los dedos]] [[ἔκπωμα]] Io <i>Trag</i>.1, cf. Ath.468c, Hsch., φιάλη <i>Didyma</i> 433.10 (III a.C.). | |dgtxt=(δακτῠλωτός) -ή, -όν<br />sent. dud. [[con asas en forma de dedos o hendiduras para introducir los dedos]] [[ἔκπωμα]] Io <i>Trag</i>.1, cf. Ath.468c, Hsch., φιάλη <i>Didyma</i> 433.10 (III a.C.). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ο (Α [[δακτυλωτός]], -ή, -όν [[δάκτυλος]]<br />όποιος έχει δάχτυλα ή προεξοχές σαν δάχτυλα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βιολ.</b> το αρσ. ως ουσ.) [[δακτυλωτός]]<br />[[ονομασία]] γένους εχινοδέρμων. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:02, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A with finger-like handles, ἔκπωμα Ion Trag.1, Didym. ap. Ath.11.468e.
German (Pape)
[Seite 520] gefingert, ἔκπωμα Ion bei Ath. XI, 468 c, wo die Erkl. zu vgl.
Greek (Liddell-Scott)
δακτῠλωτός: -ή, -όν, ὁ ἔχων ὦτα ὅμοια δακτύλῳ, ἔκπωμα Ἴων κλ. παρ’ Ἀθην. 486C, κἑξ.
Spanish (DGE)
(δακτῠλωτός) -ή, -όν
sent. dud. con asas en forma de dedos o hendiduras para introducir los dedos ἔκπωμα Io Trag.1, cf. Ath.468c, Hsch., φιάλη Didyma 433.10 (III a.C.).
Greek Monolingual
-ή, -ο (Α δακτυλωτός, -ή, -όν δάκτυλος
όποιος έχει δάχτυλα ή προεξοχές σαν δάχτυλα
νεοελλ.
βιολ. το αρσ. ως ουσ.) δακτυλωτός
ονομασία γένους εχινοδέρμων.