δεινοκάθεκτος: Difference between revisions
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
(big3_10) |
(8) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰ-]<br />[[difícil de reprimir]], [[incontenible]] Φύσις Orph.<i>H</i>.10.6. | |dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰ-]<br />[[difícil de reprimir]], [[incontenible]] Φύσις Orph.<i>H</i>.10.6. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δεινοκάθεκτος]], ο (Α)<br />[[εκείνος]] τον οποίο πολύ δύσκολα μπορεί να συγκρατήσει [[κανείς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δεινός]] <span style="color: red;">+</span> [[καθεκτός]] <span style="color: red;"><</span> [[κατέχω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[ακάθεκτος]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:03, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A hard to be repressed, Orph.H.10.6.
German (Pape)
[Seite 538] schwer zusammenzuhalten, Orph. H. 9, 6.
Greek (Liddell-Scott)
δεινοκάθεκτος: ον ὃν δυσκόλως τις δύναται νὰ καθησυχάσῃ ἢ κατάσχῃ, δυσκάθεκτος, Ὀρφ. Ὕμν. 9. 6.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
difícil de reprimir, incontenible Φύσις Orph.H.10.6.
Greek Monolingual
δεινοκάθεκτος, ο (Α)
εκείνος τον οποίο πολύ δύσκολα μπορεί να συγκρατήσει κανείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεινός + καθεκτός < κατέχω (πρβλ. ακάθεκτος].