δαμασικόνδυλος: Difference between revisions
From LSJ
ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)
(6_18) |
(8) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δαμασικόνδυλος''': -ον, ὁ καταβάλλων καὶ νικῶν διὰ τῶν κονδύλων ἢ [[γρόνθων]], Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 84. | |lstext='''δαμασικόνδυλος''': -ον, ὁ καταβάλλων καὶ νικῶν διὰ τῶν κονδύλων ἢ [[γρόνθων]], Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 84. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δαμασικόνδυλος]], -ον (Α)<br />όποιος με γροθιές νικά τον αντίπαλο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>δαμασι</i>-, από τον αόρ. <i>εδάμασα</i> του ρ. [[δάμνημι]] <span style="color: red;">+</span> [[κόνδυλος]] «[[γροθιά]]». (Για τον σχηματισμό <b>[[πρβλ]].</b> [[βροντησικέραυνος]], [[βωτιάνειρα]], [[τερψίμβροτος]] <b>κ.ά.</b>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:03, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A conquering with the knuckles, Eup.408.
Greek (Liddell-Scott)
δαμασικόνδυλος: -ον, ὁ καταβάλλων καὶ νικῶν διὰ τῶν κονδύλων ἢ γρόνθων, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 84.
Greek Monolingual
δαμασικόνδυλος, -ον (Α)
όποιος με γροθιές νικά τον αντίπαλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δαμασι-, από τον αόρ. εδάμασα του ρ. δάμνημι + κόνδυλος «γροθιά». (Για τον σχηματισμό πρβλ. βροντησικέραυνος, βωτιάνειρα, τερψίμβροτος κ.ά.)].