διαστείβω: Difference between revisions
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
(big3_11) |
(9) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[atravesar]], [[cruzar]] ríos y mares ἐπ' οἶδμ' ἅλιον ναῒ θοᾷ διαστείβων Pi.<i>Fr</i>.221.4, δουρατέῳ τροχόεντι διαστείβων ῥόον ὁλκῷ Nonn.<i>D</i>.3.8, (habla un río a otro) γυναῖκες ἡμέας ἀκλύστοισι διαστείβουσι πεδίλοις Nonn.<i>D</i>.23.187.<br /><b class="num">2</b> [[pisar]], [[hollar]] ταρβαλέῳ πρηῶνα διαστείβουσα πεδίλῳ Nonn.<i>D</i>.32.250<br /><b class="num">•</b>fig., en teol. [[acuñar]] φύσιν ἐν ἰδίᾳ μορφῇ Cyr.Al.<i>Cat.Ep.Hebr</i>.1.8 (p.355).<br /><b class="num">3</b> [[pisotear]], [[atropellar]] διαστείβων ἐλατῆρα pisando (el caballo) a su jinete</i> Nonn.<i>D</i>.36.239. | |dgtxt=<b class="num">1</b> [[atravesar]], [[cruzar]] ríos y mares ἐπ' οἶδμ' ἅλιον ναῒ θοᾷ διαστείβων Pi.<i>Fr</i>.221.4, δουρατέῳ τροχόεντι διαστείβων ῥόον ὁλκῷ Nonn.<i>D</i>.3.8, (habla un río a otro) γυναῖκες ἡμέας ἀκλύστοισι διαστείβουσι πεδίλοις Nonn.<i>D</i>.23.187.<br /><b class="num">2</b> [[pisar]], [[hollar]] ταρβαλέῳ πρηῶνα διαστείβουσα πεδίλῳ Nonn.<i>D</i>.32.250<br /><b class="num">•</b>fig., en teol. [[acuñar]] φύσιν ἐν ἰδίᾳ μορφῇ Cyr.Al.<i>Cat.Ep.Hebr</i>.1.8 (p.355).<br /><b class="num">3</b> [[pisotear]], [[atropellar]] διαστείβων ἐλατῆρα pisando (el caballo) a su jinete</i> Nonn.<i>D</i>.36.239. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[διαστείβω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[προχωρώ]] διά μέσου<br /><b>2.</b> [[καταπατώ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:04, 29 September 2017
English (LSJ)
A go through, across, ἐπ' οἶδμα ναΐ θοᾷ Pi.Fr.221.4. II trample on, τινά Nonn.D.36.239.
German (Pape)
[Seite 603] hindurch schreiten, Pind. frg. 242; τινά, niedertreten, Nonn. D. 36, 239.
Greek (Liddell-Scott)
διαστείβω: διέρχομαι διὰ μέσου, ναῒ θοᾷ Πίνδ. Ἀποσπ. 242. 4. ΙΙ. καταπατῶ, τινὰ Νόνν. Δ. 36. 239.
English (Slater)
διαστείβω
1 go across τέρπεται δὲ καί τις ἐπ' οἶδμ ἅλιον ναὶ θοᾷδιαστείβων (διαμείβων coni. Maas) fr. 221. 5.
Spanish (DGE)
1 atravesar, cruzar ríos y mares ἐπ' οἶδμ' ἅλιον ναῒ θοᾷ διαστείβων Pi.Fr.221.4, δουρατέῳ τροχόεντι διαστείβων ῥόον ὁλκῷ Nonn.D.3.8, (habla un río a otro) γυναῖκες ἡμέας ἀκλύστοισι διαστείβουσι πεδίλοις Nonn.D.23.187.
2 pisar, hollar ταρβαλέῳ πρηῶνα διαστείβουσα πεδίλῳ Nonn.D.32.250
•fig., en teol. acuñar φύσιν ἐν ἰδίᾳ μορφῇ Cyr.Al.Cat.Ep.Hebr.1.8 (p.355).
3 pisotear, atropellar διαστείβων ἐλατῆρα pisando (el caballo) a su jinete Nonn.D.36.239.