διεκπεραίνω: Difference between revisions
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
(big3_11) |
(9) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=[[exponer pormenorizadamente]] τὰ τούτων ἐχόμενα X.<i>Oec</i>.6.1. | |dgtxt=[[exponer pormenorizadamente]] τὰ τούτων ἐχόμενα X.<i>Oec</i>.6.1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[διεκπεραίνω]] (Α) [[εκ [[περαίνω]]]]<br />[[φέρω]] εις [[πέρας]], [[ολοκληρώνω]], [[αποπερατώνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:04, 29 September 2017
English (LSJ)
A go through with, τὰ τούτων ἐχόμενα δ. X.Oec.6.1:—Pass., πρὶν . . βίος διεκπερανθῇ S.Fr.646.
German (Pape)
[Seite 618] ganz zu Ende bringen, Xen. Oec. 6, 1; ὁ βίος παντελῶς διεξεπεράνθη Soph. frg. 572. S. διεκπεράω.
Greek (Liddell-Scott)
διεκπεραίνω: μέλλ -ᾰνῶ, φέρω τι εἰς πέρας, τελειώνω, τὰ τούτων ἐχόμενα δ. Ξεν. Οἰκ. 6, 1. - Παθ., πρὶν… βίος διεκπερανθῇ Σοφ. Ἀποσπ. 572.
French (Bailly abrégé)
achever entièrement.
Étymologie: διά, ἐκπεραίνω.
Spanish (DGE)
exponer pormenorizadamente τὰ τούτων ἐχόμενα X.Oec.6.1.
Greek Monolingual
διεκπεραίνω (Α) [[εκ περαίνω]]
φέρω εις πέρας, ολοκληρώνω, αποπερατώνω.