διεξελέγχω: Difference between revisions
Νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → Bene iudicare maius est silentio → Klar denken ist ja besser und verschwiegen sein
(big3_11) |
(9) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[refutar]], [[rebatir]] ἡ γραφὴ ... τὰ μὲν διεξελέγχουσα Luc.<i>Alex</i>.61, ὑμᾶς Plu.2.922e, τὰς μοχθηρὰς αἱρέσεις Gal.6.80.<br /><b class="num">2</b> [[poner de manifiesto]] en discusiones, c. ac. y part. pred. αὕτη ... ἡ ῥῆσις ἀμφοτέρους διεξελέγχει μὴ γιγνώσκοντας τὴν Ἀριστοτέλους δόξαν Gal.4.518, en v. pas. ὅταν ἀμαθέστεροι διεξελέγχωνται cuando se ponga al descubierto su ignorancia</i> Them.<i>Or</i>.21.259b. | |dgtxt=<b class="num">1</b> [[refutar]], [[rebatir]] ἡ γραφὴ ... τὰ μὲν διεξελέγχουσα Luc.<i>Alex</i>.61, ὑμᾶς Plu.2.922e, τὰς μοχθηρὰς αἱρέσεις Gal.6.80.<br /><b class="num">2</b> [[poner de manifiesto]] en discusiones, c. ac. y part. pred. αὕτη ... ἡ ῥῆσις ἀμφοτέρους διεξελέγχει μὴ γιγνώσκοντας τὴν Ἀριστοτέλους δόξαν Gal.4.518, en v. pas. ὅταν ἀμαθέστεροι διεξελέγχωνται cuando se ponga al descubierto su ignorancia</i> Them.<i>Or</i>.21.259b. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[διεξελέγχω]] (Α) [[εξελέγχω]]<br />[[ελέγχω]] εντελώς, [[μετά]] από έλεγχο [[αποδεικνύω]] την [[πλάνη]] ή την [[άγνοια]] κάποιου. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:04, 29 September 2017
English (LSJ)
A refute utterly, Luc.Alex.61, Plu.2.922e, Gal.4.518:—Pass., ὅταν ἀμαθέστεροι διεξελέγχωνται when they are convicted of ignorance, Them. Or.21.259b.
German (Pape)
[Seite 619] ganz überführen, widerlegen, Luc. Alex. 61; Plut. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
διεξελέγχω: ἐντελῶς ἐξελέγχω, ἀναιρῶ, ἀποδεικνύω τι ἄλλως ἔχον, Γαλην. 3. 187, Λουκ. Ἀλεξ. 61.
French (Bailly abrégé)
réfuter complètement.
Étymologie: διά, ἐξελέγχω.
Spanish (DGE)
1 refutar, rebatir ἡ γραφὴ ... τὰ μὲν διεξελέγχουσα Luc.Alex.61, ὑμᾶς Plu.2.922e, τὰς μοχθηρὰς αἱρέσεις Gal.6.80.
2 poner de manifiesto en discusiones, c. ac. y part. pred. αὕτη ... ἡ ῥῆσις ἀμφοτέρους διεξελέγχει μὴ γιγνώσκοντας τὴν Ἀριστοτέλους δόξαν Gal.4.518, en v. pas. ὅταν ἀμαθέστεροι διεξελέγχωνται cuando se ponga al descubierto su ignorancia Them.Or.21.259b.
Greek Monolingual
διεξελέγχω (Α) εξελέγχω
ελέγχω εντελώς, μετά από έλεγχο αποδεικνύω την πλάνη ή την άγνοια κάποιου.