δίπτυξ: Difference between revisions

From LSJ

τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts

Source
(big3_12)
(9)
Line 4: Line 4:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ῠχος<br />[[doble]], [[doblado en dos]]de una capa δίπτυχα λώπην (κάββαλε) A.R.2.32.
|dgtxt=-ῠχος<br />[[doble]], [[doblado en dos]]de una capa δίπτυχα λώπην (κάββαλε) A.R.2.32.
}}
{{grml
|mltxt=[[δίπτυξ]] (-υχος), ο (Α)<br />[[δίπτυχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>πτυξ</i>, [[ποιητικός]] τ. του [[πτυχή]]].
}}
}}

Revision as of 07:04, 29 September 2017

English (Autenrieth)

υχος (πτύσσω): folded double (in two layers), κνίση, Il. 1.461, etc.

Spanish (DGE)

-ῠχος
doble, doblado en dosde una capa δίπτυχα λώπην (κάββαλε) A.R.2.32.

Greek Monolingual

δίπτυξ (-υχος), ο (Α)
δίπτυχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + πτυξ, ποιητικός τ. του πτυχή].