δύσπεμπτος: Difference between revisions
From LSJ
Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank
(big3_12) |
(10) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[difícil de expulsar]] κῶμος ... δ. ἔξω ... Ἐρινύων A.<i>A</i>.1190. | |dgtxt=-ον<br />[[difícil de expulsar]] κῶμος ... δ. ἔξω ... Ἐρινύων A.<i>A</i>.1190. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δύσπεμπτος]], -ον (Α)<br />αυτός που δύσκολα αποπέμπεται. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:05, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A hard to banish, A.Ag.1190.
German (Pape)
[Seite 686] schwer fortzuschicken, Aesch. Ag. 1163.
Greek (Liddell-Scott)
δύσπεμπτος: -ον, δυσκόλως ἀποπεμπόμενος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1190.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à renvoyer.
Étymologie: δυσ-, πέμπω.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de expulsar κῶμος ... δ. ἔξω ... Ἐρινύων A.A.1190.
Greek Monolingual
δύσπεμπτος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα αποπέμπεται.