δυσπινής: Difference between revisions

From LSJ

αὐτῇ καθ' αὑτὴν εἰλικρινεῖ τῇ διανοίᾳ χρώμενος → by using his mind alone by itself and uncorrupted

Source
(big3_12)
(10)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(δυσπῐνής) -ές<br />[[sucio]], [[mugriento]], [[cochambroso]] στολαί S.<i>OC</i> 1597, πεπλώματα Ar.<i>Ach</i>.426 (= <i>Trag.Adesp</i>.42), τραχὺς τὸ [[εἶδος]] καὶ δ. τὴν ἐσθῆτα Philostr.<i>VS</i> 567<br /><b class="num">•</b>subst. τὰ δυσπινῆ [[harapos]] Poll.4.117.
|dgtxt=(δυσπῐνής) -ές<br />[[sucio]], [[mugriento]], [[cochambroso]] στολαί S.<i>OC</i> 1597, πεπλώματα Ar.<i>Ach</i>.426 (= <i>Trag.Adesp</i>.42), τραχὺς τὸ [[εἶδος]] καὶ δ. τὴν ἐσθῆτα Philostr.<i>VS</i> 567<br /><b class="num">•</b>subst. τὰ δυσπινῆ [[harapos]] Poll.4.117.
}}
{{grml
|mltxt=[[δυσπινής]], -ές (Α)<br />[[ακάθαρτος]], [[βρόμικος]].
}}
}}

Revision as of 07:05, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσπῐνής Medium diacritics: δυσπινής Low diacritics: δυσπινής Capitals: ΔΥΣΠΙΝΗΣ
Transliteration A: dyspinḗs Transliteration B: dyspinēs Transliteration C: dyspinis Beta Code: duspinh/s

English (LSJ)

ές,

   A squalid, στολαί S.OC 1597, cf. Ar.Ach.426.

German (Pape)

[Seite 687] ές, sehr schmutzig; Soph. O. C. 1593; πεπλώματα Ar. Ach. 426; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δυσπῐνής: -ές, ῥυπαρός, ἀκάθαρτος, στολαί Σοφ. Ο. Κ. 1597, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 426.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
sale, sordide.
Étymologie: δυσ-, πίνος.

Spanish (DGE)

(δυσπῐνής) -ές
sucio, mugriento, cochambroso στολαί S.OC 1597, πεπλώματα Ar.Ach.426 (= Trag.Adesp.42), τραχὺς τὸ εἶδος καὶ δ. τὴν ἐσθῆτα Philostr.VS 567
subst. τὰ δυσπινῆ harapos Poll.4.117.

Greek Monolingual

δυσπινής, -ές (Α)
ακάθαρτος, βρόμικος.