δυσέλικτος: Difference between revisions
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
(big3_12) |
(10) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[de difíciles circunvoluciones]], [[muy retorcido]] λαβύρινθος ... [[δυσδιέξοδος]] καὶ δ. Gr.Naz.M.36.61A<br /><b class="num">•</b>fig. como sinón. de [[inextricable]], [[enrevesado]], [[complicado]] βίβλοι Iul.<i>Or</i>.7.227b.<br /><b class="num">2</b> [[incapaz de formar espirales]], [[que tiene dificultades para enrollarse]] τὸ ὑγρὸν ... τοῦ δράκοντος ... οὐ δυσέλικτον ἀλλὰ εὐέλικτον Eust.229.38. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[de difíciles circunvoluciones]], [[muy retorcido]] λαβύρινθος ... [[δυσδιέξοδος]] καὶ δ. Gr.Naz.M.36.61A<br /><b class="num">•</b>fig. como sinón. de [[inextricable]], [[enrevesado]], [[complicado]] βίβλοι Iul.<i>Or</i>.7.227b.<br /><b class="num">2</b> [[incapaz de formar espirales]], [[que tiene dificultades para enrollarse]] τὸ ὑγρὸν ... τοῦ δράκοντος ... οὐ δυσέλικτον ἀλλὰ εὐέλικτον Eust.229.38. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δυσέλικτος]], -ον (AM)<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δυσέλικτον</i><br />η [[ιδιότητα]] της δύσκολης περιέλιξης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα ξετυλίγεται<br /><b>2.</b> [[πολύπλοκος]], με πολλούς ελιγμούς. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:05, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A hard to undo, Eust.229.38; hard to unroll and read, βίβλοι Jul.Or.7.227b.
German (Pape)
[Seite 678] sehr verwickelt, Eust.; schwer herauszuwickeln, herauszubringen, ὀδόντες δ. καὶ ἀγκιστρώδεις Ael. H. A. 14, 8.
Greek (Liddell-Scott)
δυσέλικτος: -ον, δυσκόλους, πολλοὺς ἑλιγμοὺς ἔχων, πολύπλοκος, Αἰλ. π. Ζ. 14, 8, Εὐστ. 229. 38.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
que l’on déroule avec peine, inextricable.
Étymologie: δυσ-, ἑλίσσω.
Spanish (DGE)
-ον
1 de difíciles circunvoluciones, muy retorcido λαβύρινθος ... δυσδιέξοδος καὶ δ. Gr.Naz.M.36.61A
•fig. como sinón. de inextricable, enrevesado, complicado βίβλοι Iul.Or.7.227b.
2 incapaz de formar espirales, que tiene dificultades para enrollarse τὸ ὑγρὸν ... τοῦ δράκοντος ... οὐ δυσέλικτον ἀλλὰ εὐέλικτον Eust.229.38.
Greek Monolingual
δυσέλικτος, -ον (AM)
μσν.
το ουδ. ως ουσ. το δυσέλικτον
η ιδιότητα της δύσκολης περιέλιξης
αρχ.
1. αυτός που δύσκολα ξετυλίγεται
2. πολύπλοκος, με πολλούς ελιγμούς.