εἵργνυμι: Difference between revisions

From LSJ

Τὰ πλεῖστα θνητοῖς τῶν κακῶν αὐθαίρετα → Ab ipsis fere parantur mala mortalibus → Von Sterblichen ist selbstgewählt das meiste Leid

Menander, Monostichoi, 499
(big3_13)
(10)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> εἰργ- Them.<i>Or</i>.21.260d<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [impf. 3<sup>a</sup> sg. [[ἐέργνυ]] <i>Od</i>.10.238]<br />[[encerrar]], [[hacer prisionero]] a los compañeros de Odiseo ῥάβδῳ πεπληγυῖα κατὰ συφεοῖσιν [[ἐέργνυ]] <i>Od</i>.l.c., τοὺς δ' ἄλλους I.<i>BI</i> 1.71, cf. 245, τὸν Ἀγρίππαν I.<i>BI</i> 2.180, μηδὲ ζωγράφους εἰργνύναι Them.l.c., en v. pas. δεσμοῖς εἴργνυται Eus.<i>MP</i> 4.13.
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> εἰργ- Them.<i>Or</i>.21.260d<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [impf. 3<sup>a</sup> sg. [[ἐέργνυ]] <i>Od</i>.10.238]<br />[[encerrar]], [[hacer prisionero]] a los compañeros de Odiseo ῥάβδῳ πεπληγυῖα κατὰ συφεοῖσιν [[ἐέργνυ]] <i>Od</i>.l.c., τοὺς δ' ἄλλους I.<i>BI</i> 1.71, cf. 245, τὸν Ἀγρίππαν I.<i>BI</i> 2.180, μηδὲ ζωγράφους εἰργνύναι Them.l.c., en v. pas. δεσμοῖς εἴργνυται Eus.<i>MP</i> 4.13.
}}
{{grml
|mltxt=[[εἵργνυμι]] και [[εἱργνύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κλείνω]] [[μέσα]], [[εγκλείω]]<br /><b>2.</b> [[ρίχνω]] στη [[φυλακή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υστερογενής ενεστώτας του [[είργω]], σχηματισμένος [[κατά]] τα σε -<i>μι</i>].
}}
}}

Revision as of 07:06, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἵργνῡμι Medium diacritics: εἵργνυμι Low diacritics: είργνυμι Capitals: ΕΙΡΓΝΥΜΙ
Transliteration A: heírgnymi Transliteration B: heirgnymi Transliteration C: eirgnymi Beta Code: ei(/rgnumi

English (LSJ)

(-ύω And.4.27), Ep. impf. ἐέργνυ:—

   A shut in or up, Od. 10.238.

Greek (Liddell-Scott)

εἵργνῡμι: ἢ -ύω, = εἴργω, ἐγκαταλείπω, κατὰ συφεοῖσιν ἐέργνυ Ὀδ. κ. 238· ῥίπτω εἰς τὸ δεσμωτήριον, καθείργω, τοὺς μὲν ἀφαιρούμενος, τοὺς δὲ εἱργνύων Ἀνδοκ. 32. 36.

French (Bailly abrégé)

impf. épq. ἐέργνυν;
c. εἵργω.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): εἰργ- Them.Or.21.260d

• Morfología: [impf. 3a sg. ἐέργνυ Od.10.238]
encerrar, hacer prisionero a los compañeros de Odiseo ῥάβδῳ πεπληγυῖα κατὰ συφεοῖσιν ἐέργνυ Od.l.c., τοὺς δ' ἄλλους I.BI 1.71, cf. 245, τὸν Ἀγρίππαν I.BI 2.180, μηδὲ ζωγράφους εἰργνύναι Them.l.c., en v. pas. δεσμοῖς εἴργνυται Eus.MP 4.13.

Greek Monolingual

εἵργνυμι και εἱργνύω (Α)
1. κλείνω μέσα, εγκλείω
2. ρίχνω στη φυλακή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υστερογενής ενεστώτας του είργω, σχηματισμένος κατά τα σε -μι].