ἐκλαλητικός: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Bane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
(big3_13) |
(10) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[capaz de expresar]], [[διάνοια]] Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.21. | |dgtxt=-ή, -όν<br />[[capaz de expresar]], [[διάνοια]] Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.21. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐκλαλητικός]], -ή, -όν (Α)<br />ο [[ικανός]] να εκφράζεται με [[λόγια]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:06, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A capable of expressing, Diocl. ap. D.L.7.49.
German (Pape)
[Seite 766] ή, όν, aussprechend, D. L. 7, 49.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκλᾰλητικός: -ή, -όν, ἱκανὸς εἰς τὸ ἐκλαλεῖν, εἰς τὸ ἐκφέρειν λόγῳ, Διογ. Λαέρτ. 7. 49.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
capaz de expresar, διάνοια Chrysipp.Stoic.2.21.
Greek Monolingual
ἐκλαλητικός, -ή, -όν (Α)
ο ικανός να εκφράζεται με λόγια.