ἐκβλητικός: Difference between revisions

From LSJ

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source
(big3_13)
(10)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[que tiene la propiedad de expeler]], [[expulsivo]] c. gen. (τὸ [[δίκταμνον]]) ἐκβλητικὸν εἶναι τῶν τοξευμάτων ἐν τῷ σώματι Arist.<i>HA</i> 612<sup>a</sup>5, cf. Antig.<i>Mir</i>.30.
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[que tiene la propiedad de expeler]], [[expulsivo]] c. gen. (τὸ [[δίκταμνον]]) ἐκβλητικὸν εἶναι τῶν τοξευμάτων ἐν τῷ σώματι Arist.<i>HA</i> 612<sup>a</sup>5, cf. Antig.<i>Mir</i>.30.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐκβλητικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που έχει την [[ιδιότητα]], τη [[δύναμη]] ή τον προορισμό να εκβάλλει [[κάτι]].
}}
}}

Revision as of 07:07, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκβλητικός Medium diacritics: ἐκβλητικός Low diacritics: εκβλητικός Capitals: ΕΚΒΛΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: ekblētikós Transliteration B: ekblētikos Transliteration C: ekvlitikos Beta Code: e)kblhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A serviceable for expelling, τοξευμάτων Arist.HA612a5 ; βελῶν Antig.Mir.30.

German (Pape)

[Seite 754] ή, όν, zum Herausbringen, -ziehen dienlich, τῶν τοξευμάτων Arist. H. A. 9, 6.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκβλητικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν δύναμιν ἢ τὴν ἰδιότητα νὰ ἐκβάλλῃ τι, μετὰ γεν., Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 6, 2.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
que tiene la propiedad de expeler, expulsivo c. gen. (τὸ δίκταμνον) ἐκβλητικὸν εἶναι τῶν τοξευμάτων ἐν τῷ σώματι Arist.HA 612a5, cf. Antig.Mir.30.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐκβλητικός, -ή, -όν)
αυτός που έχει την ιδιότητα, τη δύναμη ή τον προορισμό να εκβάλλει κάτι.