ἐμβρέχω: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
(big3_14b)
(11)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> agr. [[regar]], [[irrigar]] ὕδασιν (φυτά) Nic.<i>Al</i>.237, ἵνα ἡ βροχὴ κατιοῦσα ἐμβρέχῃ τὰ κέρατα <i>Gp</i>.4.2.<br /><b class="num">2</b> medic. [[aplicar embrocaciones o fomentos]] c. ac. de la parte interesada y a veces dat. instrum. ἐμβρέχειν τοὺς ῥευματιζομένους στομάχους ἐρίοις οἰσυπηροῖς Dsc.<i>Eup</i>.2.10.2, τὸ πεπονθὸς ... ἐνέβρεξαν προσηνῶς Plu.2.74d, cf. Aët.5.63, καὶ συνεχῶς ἔμβρεχε τὴν κεφαλήν Gal.12.556, abs. ἴσα μίξας σὺν ὄξει καὶ ῥοδίνῳ ἔμβρεχε Gal.12.555, λιπαρῶς ἐμβρέχειν Erot.31.3, pas. τὰ μύρα ... μειγνύμενα φαρμάκοις καὶ ἐμβρεχόμενα Dsc.1.42.2, cf. <i>Eup</i>.1.1, ἑξῆς ἐμβρεχέσθω ὁ τόπος οἰνελαίῳ <i>Hippiatr.Cant</i>.7.3.<br /><b class="num">3</b> [[bañar]], [[poner a remojo]], [[empapar]], [[macerar]], [[mojar]], [[humedecer]] ἱμάτια I.<i>BI</i> 3.187, τὰ δέρματα en los líquidos para teñir, Sch.Ar.<i>Eq</i>.44c, cf. <i>Nu</i>.581b, en ritos de purificación ἐνβρέχων κλάδον δάφνης <ῥαῖνε> <i>PMag</i>.5.199, pas. δακτύλου δὲ ἐμβρεχομένου εἰς ὕδωρ Epiph.Const.<i>Haer</i>.42.11.17.57 (p.146), esp. en farm., c. n. de plantas o elementos medicamentosos εἰς γλεύκους κεράμιον ... ἐλλεβόρου λευκοῦ λίτρας τὸ ἥμισυ ἔμβρεχε Dsc.5.72.2, ἔμβρεχε αὐτὰ ἐν ἑτέρῳ μέλιτι <i>Hippiatr</i>.22.11, pas. ἐμβρέχεσθαι δὲ τὸ κύμινον ὄξει δριμυτάτῳ Gal.6.265, cf. 12.553, Paul.Aeg.3.43.2, Alex.Trall.2.349.5<br /><b class="num">•</b>alquim. ἔμβρεχε τὸν κρύσταλλον ἠραιωμένον <i>PHolm</i>.62.
|dgtxt=<b class="num">1</b> agr. [[regar]], [[irrigar]] ὕδασιν (φυτά) Nic.<i>Al</i>.237, ἵνα ἡ βροχὴ κατιοῦσα ἐμβρέχῃ τὰ κέρατα <i>Gp</i>.4.2.<br /><b class="num">2</b> medic. [[aplicar embrocaciones o fomentos]] c. ac. de la parte interesada y a veces dat. instrum. ἐμβρέχειν τοὺς ῥευματιζομένους στομάχους ἐρίοις οἰσυπηροῖς Dsc.<i>Eup</i>.2.10.2, τὸ πεπονθὸς ... ἐνέβρεξαν προσηνῶς Plu.2.74d, cf. Aët.5.63, καὶ συνεχῶς ἔμβρεχε τὴν κεφαλήν Gal.12.556, abs. ἴσα μίξας σὺν ὄξει καὶ ῥοδίνῳ ἔμβρεχε Gal.12.555, λιπαρῶς ἐμβρέχειν Erot.31.3, pas. τὰ μύρα ... μειγνύμενα φαρμάκοις καὶ ἐμβρεχόμενα Dsc.1.42.2, cf. <i>Eup</i>.1.1, ἑξῆς ἐμβρεχέσθω ὁ τόπος οἰνελαίῳ <i>Hippiatr.Cant</i>.7.3.<br /><b class="num">3</b> [[bañar]], [[poner a remojo]], [[empapar]], [[macerar]], [[mojar]], [[humedecer]] ἱμάτια I.<i>BI</i> 3.187, τὰ δέρματα en los líquidos para teñir, Sch.Ar.<i>Eq</i>.44c, cf. <i>Nu</i>.581b, en ritos de purificación ἐνβρέχων κλάδον δάφνης <ῥαῖνε> <i>PMag</i>.5.199, pas. δακτύλου δὲ ἐμβρεχομένου εἰς ὕδωρ Epiph.Const.<i>Haer</i>.42.11.17.57 (p.146), esp. en farm., c. n. de plantas o elementos medicamentosos εἰς γλεύκους κεράμιον ... ἐλλεβόρου λευκοῦ λίτρας τὸ ἥμισυ ἔμβρεχε Dsc.5.72.2, ἔμβρεχε αὐτὰ ἐν ἑτέρῳ μέλιτι <i>Hippiatr</i>.22.11, pas. ἐμβρέχεσθαι δὲ τὸ κύμινον ὄξει δριμυτάτῳ Gal.6.265, cf. 12.553, Paul.Aeg.3.43.2, Alex.Trall.2.349.5<br /><b class="num">•</b>alquim. ἔμβρεχε τὸν κρύσταλλον ἠραιωμένον <i>PHolm</i>.62.
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐμβρέχω]])<br />[[υγραίνω]], [[διαποτίζω]], [[μουσκεύω]].
}}
}}

Revision as of 07:07, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμβρέχω Medium diacritics: ἐμβρέχω Low diacritics: εμβρέχω Capitals: ΕΜΒΡΕΧΩ
Transliteration A: embréchō Transliteration B: embrechō Transliteration C: emvrecho Beta Code: e)mbre/xw

English (LSJ)

   A treat with embrocations, Philum. ap. Aët.5.120, Plu.2.74d.    2 wet, ἱμάτια J.BJ3.7.13:—Med., soak, Nic.Al.237:—Pass., to be dipped, plunged, Sotion p.183 W.; to be soaked, Dsc.Eup.1.1: aor. 2 part. Pass. ἐμβραχείς Paul.Aeg.3.43.

German (Pape)

[Seite 806] einweichen, benetzen, Sp., wie ἐνέβρεξαν Plut. de ad. et am. discr. E.; im med., ὕδασιν ἐμβρέξασθαι Nic. Al. 237.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμβρέχω: μέλλ. -ξω, ἐπιβρέχω τι ἢ βάλλω ἐπ’ αὐτοῦ βεβρεγμένα ἐπιθέματα, Πλουτ. 2. 71D˙ μετοχ. παθ. ἀορ. ἐμβραχεὶς Παῦλος Αἰγ.: ― ἐν τῷ μέσ. ποτίζω, Νικ. Ἀλεξιφ. 327

French (Bailly abrégé)

mouiller, tremper.
Étymologie: ἐν, βρέχω.

Spanish (DGE)

1 agr. regar, irrigar ὕδασιν (φυτά) Nic.Al.237, ἵνα ἡ βροχὴ κατιοῦσα ἐμβρέχῃ τὰ κέρατα Gp.4.2.
2 medic. aplicar embrocaciones o fomentos c. ac. de la parte interesada y a veces dat. instrum. ἐμβρέχειν τοὺς ῥευματιζομένους στομάχους ἐρίοις οἰσυπηροῖς Dsc.Eup.2.10.2, τὸ πεπονθὸς ... ἐνέβρεξαν προσηνῶς Plu.2.74d, cf. Aët.5.63, καὶ συνεχῶς ἔμβρεχε τὴν κεφαλήν Gal.12.556, abs. ἴσα μίξας σὺν ὄξει καὶ ῥοδίνῳ ἔμβρεχε Gal.12.555, λιπαρῶς ἐμβρέχειν Erot.31.3, pas. τὰ μύρα ... μειγνύμενα φαρμάκοις καὶ ἐμβρεχόμενα Dsc.1.42.2, cf. Eup.1.1, ἑξῆς ἐμβρεχέσθω ὁ τόπος οἰνελαίῳ Hippiatr.Cant.7.3.
3 bañar, poner a remojo, empapar, macerar, mojar, humedecer ἱμάτια I.BI 3.187, τὰ δέρματα en los líquidos para teñir, Sch.Ar.Eq.44c, cf. Nu.581b, en ritos de purificación ἐνβρέχων κλάδον δάφνης <ῥαῖνε> PMag.5.199, pas. δακτύλου δὲ ἐμβρεχομένου εἰς ὕδωρ Epiph.Const.Haer.42.11.17.57 (p.146), esp. en farm., c. n. de plantas o elementos medicamentosos εἰς γλεύκους κεράμιον ... ἐλλεβόρου λευκοῦ λίτρας τὸ ἥμισυ ἔμβρεχε Dsc.5.72.2, ἔμβρεχε αὐτὰ ἐν ἑτέρῳ μέλιτι Hippiatr.22.11, pas. ἐμβρέχεσθαι δὲ τὸ κύμινον ὄξει δριμυτάτῳ Gal.6.265, cf. 12.553, Paul.Aeg.3.43.2, Alex.Trall.2.349.5
alquim. ἔμβρεχε τὸν κρύσταλλον ἠραιωμένον PHolm.62.

Greek Monolingual

(AM ἐμβρέχω)
υγραίνω, διαποτίζω, μουσκεύω.