ἐμμαπέως: Difference between revisions

From LSJ

ἤτοι ἐμοὶ τρεῖς μὲν πολὺ φίλταταί εἰσι πόληες Ἄργός τε Σπάρτη τε καὶ εὐρυάγυια Μυκήνη → The three cities I love best are Argos, Sparta, and Mycenae of the broad streets

Source
(big3_14b)
(11)
Line 24: Line 24:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(ἐμμᾰπέως)<br />adv. [[con prontitud]], [[con diligencia]], [[inmediatamente]] ὁ δ' ἄρ' ἐ. ἀπόρουσεν <i>Il</i>.5.836, ἐ. ὑπάκουσεν <i>Od</i>.14.485, <i>h.Ven</i>.180, cf. Hes.<i>Sc</i>.442, Io <i>Eleg</i>.3.
|dgtxt=(ἐμμᾰπέως)<br />adv. [[con prontitud]], [[con diligencia]], [[inmediatamente]] ὁ δ' ἄρ' ἐ. ἀπόρουσεν <i>Il</i>.5.836, ἐ. ὑπάκουσεν <i>Od</i>.14.485, <i>h.Ven</i>.180, cf. Hes.<i>Sc</i>.442, Io <i>Eleg</i>.3.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐμμαπέως]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> [[γρήγορα]] ή με [[προθυμία]].
}}
}}

Revision as of 07:08, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμμᾰπέως Medium diacritics: ἐμμαπέως Low diacritics: εμμαπέως Capitals: ΕΜΜΑΠΕΩΣ
Transliteration A: emmapéōs Transliteration B: emmapeōs Transliteration C: emmapeos Beta Code: e)mmape/ws

English (LSJ)

Adv., (μαπέειν)

   A quickly, hastily, ἐ. ἀπόρουσε Il.5.836; ὑπάκουσε Od.14.485, h.Ven.180; ὑπέδεκτο Hes.Sc.442.

German (Pape)

[Seite 807] (μάρπτω, μαπεῖν, also im Griff, schnell zugreifend), sofort, sogleich, rasch; ἀπόρουσε Il. 5, 836; ὑπάκουσε Od. 14, 485; h. Ven. 118; ὑπέδεκτο Hes. Sc. 442. – Andere leiteten es von ἅμα τῷ ἔπει ab.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμμᾰπέως: ἐπίρρ. «ἐνεργῶς, ταχέως, ἑτοίμως, σπουδαίως, μετὰ σπουδῆς» (Σχόλ.)· ἐμμαπέως ἀπόρουσε Ἰλ. Ε. 836· ὑπάκουσε Ὀδ. Ξ. 485· ὑπέδεκτο Ἡσ. Ἀσπ. Ἠρ. 442. Κατὰ τὸν Ἡσύχ. ἐκ τοῦ ἅμα τῷ εἰπεῖν: ἄλλοι κάλλιον ἐκ τοῦ μαπέειν, δράττεσθαι προθύμως.

French (Bailly abrégé)

adv.
vite, rapidement.
Étymologie: ἐν, μαπέειν.

English (Autenrieth)

instantly, Il. 5.836 and Od. 14.485.

Spanish (DGE)

(ἐμμᾰπέως)
adv. con prontitud, con diligencia, inmediatamente ὁ δ' ἄρ' ἐ. ἀπόρουσεν Il.5.836, ἐ. ὑπάκουσεν Od.14.485, h.Ven.180, cf. Hes.Sc.442, Io Eleg.3.

Greek Monolingual

ἐμμαπέως (Α)
επίρρ. γρήγορα ή με προθυμία.