ἐπιβραβεύω: Difference between revisions

From LSJ

Γλώσσης μάλιστα πανταχοῦ πειρῶ κρατεῖν → Linguae modum tenere praecipuum puta → Zumeist die Zunge such' zu zügeln überall | Zumeist bezäme deine Zunge überall

Menander, Monostichoi, 80
(Bailly1_2)
(13)
Line 7: Line 7:
{{bailly
{{bailly
|btext=adjuger, décerner.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[βραβεύω]].
|btext=adjuger, décerner.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[βραβεύω]].
}}
{{grml
|mltxt=(Μ [[ἐπιβραβεύω]])<br />[[επιδοκιμάζω]] με [[ηθική]] ή υλική [[αμοιβή]] την [[αρετή]] ή τις πράξεις κάποιου<br /><b>μσν.</b><br />[[δίνω]] ως [[βραβείο]].
}}
}}

Revision as of 07:11, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 930] zutheilen, Aesop.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιβραβεύω: παρέχω, ἀπονέμω, Συλλ. Ἐπιγρ. 8735. 3, Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

adjuger, décerner.
Étymologie: ἐπί, βραβεύω.

Greek Monolingual

ἐπιβραβεύω)
επιδοκιμάζω με ηθική ή υλική αμοιβή την αρετή ή τις πράξεις κάποιου
μσν.
δίνω ως βραβείο.