ἐπιδεκτικός: Difference between revisions

From LSJ

νίψον ἀνομήματα, μὴ μόναν ὄψιν → wash the sins, not only the face | wash my transgressions, not only my face

Source
(Bailly1_2)
(13)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />capable de.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιδέχομαι]].
|btext=ή, όν :<br />capable de.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιδέχομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐπιδεκτικός]], -ή, -όν) [[επιδέχομαι]]<br />αυτός που επιδέχεται [[κάτι]], που μπορεί να δεχθεί [[κάτι]] («[[επιδεκτικός]] μαθήσεως», «[[επιδεκτικός]] θεραπείας, διορθώσεως» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατάλληλος]] να έχει [[κάτι]] («[[οὔτε]] γὰρ ἡ τῆς χώρας [[φύσις]] [[πόλεων]] ἐπιδεκτικὴ πολλῶν ἐστι»)<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] με τον οποίο ασκείται [[κάποιος]] σε [[κάτι]] («[[γύμνασμα]] ἐπιδεκτικὸν ἠθῶν καὶ παθῶν»).
}}
}}

Revision as of 07:11, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιδεκτικός Medium diacritics: ἐπιδεκτικός Low diacritics: επιδεκτικός Capitals: ΕΠΙΔΕΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: epidektikós Transliteration B: epidektikos Transliteration C: epidektikos Beta Code: e)pidektiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A capable of containing πόλεων Str.3.4.13.    2. capable of, c.gen., Chrysipp.Stoic.2.64, Phld.Ir.p.81 W.; admitting, ἄρθρου A.D.Pron.63.19; γύμνασμα ἐ. ἠθῶν καὶ παθῶν Theon Prog.10; receptive, ἐ. αἴτιον, opp. ποιητικόν, Alex.Aphr.Febr.25.

German (Pape)

[Seite 935] ή, όν, aufnehmend, τινός, Sp.; οὔτε ἡ τῆς χώρας φύσις πόλεων ἐπιδεκτικὴ πολλῶν ἐστιν Strab. III, 163.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
capable de.
Étymologie: ἐπιδέχομαι.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐπιδεκτικός, -ή, -όν) επιδέχομαι
αυτός που επιδέχεται κάτι, που μπορεί να δεχθεί κάτιεπιδεκτικός μαθήσεως», «επιδεκτικός θεραπείας, διορθώσεως» κ.λπ.)
αρχ.
1. κατάλληλος να έχει κάτιοὔτε γὰρ ἡ τῆς χώρας φύσις πόλεων ἐπιδεκτικὴ πολλῶν ἐστι»)
2. εκείνος με τον οποίο ασκείται κάποιος σε κάτιγύμνασμα ἐπιδεκτικὸν ἠθῶν καὶ παθῶν»).