ἐπιλήσμων: Difference between revisions
Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile
(Bailly1_2) |
(13) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />qui oublie, oublieux;<br /><i>Cp.</i> ἐπιλησμονέστερος.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιλανθάνω]]. | |btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />qui oublie, oublieux;<br /><i>Cp.</i> ἐπιλησμονέστερος.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιλανθάνω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπιλήσμων]], -ον (AM)<br />αυτός που έχει την [[τάση]] να ξεχνά («δυσμαθέστερον ἀποβαίνειν καὶ ἐπιλησμονέστερον», <b>Ξεν.</b>)<br />(| <b>αρχ.</b> αυτός που φέρνει [[λησμονιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[λήσμων]] <span style="color: red;"><</span> <i>λάθ</i>-<i>μων</i> <span style="color: red;"><</span> αορ. θ. <i>λαθ</i>. του [[λανθάνω]] (<b>[[πρβλ]].</b> αόρ. β’ <i>έ</i>-<i>λαθ</i>-<i>ον</i>) με <i>σ</i> αναλογικό [[κατά]] τα <i>κακο</i>-<i>χρήσμων</i>, <i>φιλο</i>-<i>παίσμων</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:11, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A apt to forget, forgetful, Cratin.154, Ar.Nu.129, al., Lys.12.87, Pl.R.486d, etc.: Comp. -έστερος X.Mem.4.8.8: c.gen.rei, Id.Ap.6: Sup.-έστατος Lys.34.2, Phalar.Ep.30: irreg. Sup. ἐπιλησμότατος (as if from ἐπίλησμος) Ar.Nu.790. II. Act., causing forgetfulness, ἐ. ἐπῳδή Chio Ep.3.6.
German (Pape)
[Seite 958] ον, vergeßlich, Ar. Nubb. 129; Plat. Prot. 334 c; Lys. 12, 87 u. Folgde; c. gen., einer Sache nicht eingedenk, ὧν ἔμαθον ἐπιλησμονέστερον, das, was ich gelernt habe, weniger behalten habend, Xen. Apol. 6. – Auch = Vergessenheit bewirkend, ἐπῳδή Chion. ep. 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιλήσμων: -ον, γεν. ονος, (ἐπιλήθομαι) ὡς καὶ νῦν, συνηθίζων νὰ λησμονῇ, «ξεχασιάρης», Κρατῖνος ἐν «Πανόπταις» 3, Ἀριστοφ. Νεφ. 129, 485, 629, Λυσίας 128. 15, Πλάτ., κλπ.· μετὰ γεν. πράγμ., Ξεν. Ἀπολ. 6, ἐν τῷ συγκρ. ἐπιλησμονέστερος, ἐνῷ ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 790 ὑπάρχει ἐπιλησμότατος (ὡς εἰ ἐκ θετικοῦ ἐπίλησμος). ΙΙ. ἐνεργ., προξενῶν ἐπιλησμοσύνην, ὥσπερ ἐπιλήσμονί τινι ἐπῳδῇ Χίων ἐν Ἐπιστ. 3.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
qui oublie, oublieux;
Cp. ἐπιλησμονέστερος.
Étymologie: ἐπιλανθάνω.
Greek Monolingual
ἐπιλήσμων, -ον (AM)
αυτός που έχει την τάση να ξεχνά («δυσμαθέστερον ἀποβαίνειν καὶ ἐπιλησμονέστερον», Ξεν.)
(