ἐπιξένωσις: Difference between revisions
From LSJ
Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
(6_8) |
(13) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιξένωσις''': -εως, ἡ, τὸ διατρίβειν ἐν τῇ ξένῃ καὶ συσχετίζεσθαι [[μετὰ]] τῶν [[ἐκεῖ]] οἰκούντων, Διοδ. Ἐκλογ. 582. | |lstext='''ἐπιξένωσις''': -εως, ἡ, τὸ διατρίβειν ἐν τῇ ξένῃ καὶ συσχετίζεσθαι [[μετὰ]] τῶν [[ἐκεῖ]] οἰκούντων, Διοδ. Ἐκλογ. 582. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπιξένωσις]], ἡ (Α) [[επιξενούμαι]]<br />[[επίσκεψη]] ξένου τόπου και [[επικοινωνία]], [[σχέση]] με τους [[εκεί]] κατοίκους («πολλῶν ἐν αὐτοῑς γνωριζομένων διὰ τὰς γεγενημένας ἐπιξενώσεις», <b>Διόδ.</b> Σικ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:11, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A hospitable relations, pl., D.S.31.13, SIG888.140 (iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 967] ἡ, Ankunft eines Gastfreundes, Philostr. iun. im. 13; Besuch an einem fremden Ort, Bekanntschaft daselbst, D. Sic. exc. 31.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιξένωσις: -εως, ἡ, τὸ διατρίβειν ἐν τῇ ξένῃ καὶ συσχετίζεσθαι μετὰ τῶν ἐκεῖ οἰκούντων, Διοδ. Ἐκλογ. 582.
Greek Monolingual
ἐπιξένωσις, ἡ (Α) επιξενούμαι
επίσκεψη ξένου τόπου και επικοινωνία, σχέση με τους εκεί κατοίκους («πολλῶν ἐν αὐτοῑς γνωριζομένων διὰ τὰς γεγενημένας ἐπιξενώσεις», Διόδ. Σικ.).