ἐπίπτυγμα: Difference between revisions
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
(6_21) |
(13) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπίπτυγμα''': τό (ἐπιπτύσσω) πτυχὴ ἐπικαλύπτουσα ἄνοιγμά τι [[κυρίως]] τῶν ὀστρακοδέρμων, λέγεται καὶ ἐπικάλυμμα, ὃ ἴδε, Λατ. operculum, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 5, 21, π. Ζ. Ἱστ. 4. 2. 21. 4. 4, 10. 2) ἐν τῷ πληθ., τὰ βράγχια (σπάραχνα) τῶν ἰχθύων, ὁ αὐτ. π. Ἀναπν. 12, 6. | |lstext='''ἐπίπτυγμα''': τό (ἐπιπτύσσω) πτυχὴ ἐπικαλύπτουσα ἄνοιγμά τι [[κυρίως]] τῶν ὀστρακοδέρμων, λέγεται καὶ ἐπικάλυμμα, ὃ ἴδε, Λατ. operculum, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 5, 21, π. Ζ. Ἱστ. 4. 2. 21. 4. 4, 10. 2) ἐν τῷ πληθ., τὰ βράγχια (σπάραχνα) τῶν ἰχθύων, ὁ αὐτ. π. Ἀναπν. 12, 6. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπίπτυγμα]], τὸ (Α) [[επιπτύσσω]]<br /><b>1.</b> μεμβράνη που καλύπτει οπή της επιφάνειας του δέρματος, και [[ιδίως]] στα οστρακόδερμα<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>ἐπιπτύγματα</i><br />τα [[βράγχια]], τα σπάραχνα τών ψαριών. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:12, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό, (ἐπιπτύσσω)
A over-fold, flap, such as covers the orifices in animals, operculum, Arist.PA679b18,HA526b29,528b7: pl., opercula, of crustaceans, Id.Resp.477a4.
German (Pape)
[Seite 973] τό, das Darübergefaltete, der Deckel, bei Arist. H. A. 4, 2 von Schaalthieren, vgl. 4, 5; Schneckengehäuse; der Schwanz des Meerkrebses, sonst ἐπικάλυμμα.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίπτυγμα: τό (ἐπιπτύσσω) πτυχὴ ἐπικαλύπτουσα ἄνοιγμά τι κυρίως τῶν ὀστρακοδέρμων, λέγεται καὶ ἐπικάλυμμα, ὃ ἴδε, Λατ. operculum, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 5, 21, π. Ζ. Ἱστ. 4. 2. 21. 4. 4, 10. 2) ἐν τῷ πληθ., τὰ βράγχια (σπάραχνα) τῶν ἰχθύων, ὁ αὐτ. π. Ἀναπν. 12, 6.
Greek Monolingual
ἐπίπτυγμα, τὸ (Α) επιπτύσσω
1. μεμβράνη που καλύπτει οπή της επιφάνειας του δέρματος, και ιδίως στα οστρακόδερμα
2. στον πληθ. ἐπιπτύγματα
τα βράγχια, τα σπάραχνα τών ψαριών.