ἐπίπνοια: Difference between revisions

From LSJ

Ἡδὺν δὲ βίον μύστῃσι πρόφαινε → Show forth to the initiates a sweet life

Source
(Bailly1_2)
(13)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />souffle, inspiration.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπίπνοος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />souffle, inspiration.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπίπνοος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπίπνοια]], ἡ (AM) [[επίπνους]]<br />[[θεία]] [[έμπνευση]] (α. «κατὰ θείαν ἐπίπνοιαν» β. «[[ἄνευ]] τινὸς ἐπιπνοίας θεῶν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[φύσημα]], [[πνοή]] («ἐπίπνοιαι χειμεριναί», Θεόφρ.).
}}
}}

Revision as of 07:12, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίπνοια Medium diacritics: ἐπίπνοια Low diacritics: επίπνοια Capitals: ΕΠΙΠΝΟΙΑ
Transliteration A: epípnoia Transliteration B: epipnoia Transliteration C: epipnoia Beta Code: e)pi/pnoia

English (LSJ)

ἡ,

   A breathing upon, inspiration, ἐ. πρᾳότητος Pl.Ti.71c; ἐξ ἐπιπνοίας Διός A.Supp.17 (anap.), cf. 43 (lyr.); θείαις ἐ. ib.577 (lyr.); οὐκ ἄνευ τινὸς ἐπιπνοίας θεῶν Pl.Lg.811c, cf. Cra.399a; μαντικὴν . . ἐπίπνοιαν Ἀπόλλωνος θέντες κτλ. Id.Phdr.265b; ἐπιπνοίᾳ δαιμονίου ἐνθουσιάζειν Arist.EE1214a24; ἐ. πρὸς τὸ καλὸν κατασχεθῆναι Plu.Agis7.    II. pl., winds blowing opposite ways, Thphr.Vent.55.

German (Pape)

[Seite 971] ἡ, das Anhauchen, Anwehen, Διός Aesch. Suppl. 17. 44; θεῖαι 572, wie Plat. Legg. V, 747 e; οὐκ ἄνευ τινὸς ἐπιπνοίας θεῶν, nicht ohne göttliche Begeisterung, VII, 811 c, vgl. τῇ τοῦ Εὐθύφρονος ἐπιπνοίᾳ πιστεύεις Crat. 399 a; οἷον ἐπιπνοίᾳ πρὸς τὸ καλόν Plut. Ag. 7.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίπνοια: ἡ (ἐπιπνέω) ἐπίπνευσις, ἔμπνευσις, Λατ. afflatus, ἐπ. πρᾳότητος Πλάτ. Τίμ. 71C· ἐξ ἐπιπνοίας Διός, Ζηνὸς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 18, 45· θείαις ἐπ. αὐτόθι 576· οὐκ ἄνευ τινὸς ἐπιπνοίας θεῶν Πλάτ. Νόμοι 811C, πρβλ. Κρατ. 399Α· μαντικήν... ἐπίπνοιαν Ἀπόλλωνος θέντες, κτλ., ὁ αὐτ. ἐν «Φαίδρῳ» 265Β· ἐπιπνοίᾳ δαιμονίου ἐνθουσιάζειν Ἀριστ. Ἠθ. Εὐδ. 1. 1, 4· ἐπ. πρὸς τὸ καλὸν Πλούτ. Ἆγις 7· ἡ Σίβυλλα ὡμίλει ἔκ τινος δυνατῆς ἐπ. Ἰουστ. Μ. πρὸς Ἕλληνας 37. ΙΙ. πνοὴ δυνατή, ἰσχυρὸν φύσημα ἀέρος, ἐπίπνοιαι χειμεριναὶ Θεόφρ. π. Ἀνέμ. 55.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
souffle, inspiration.
Étymologie: ἐπίπνοος.

Greek Monolingual

ἐπίπνοια, ἡ (AM) επίπνους
θεία έμπνευση (α. «κατὰ θείαν ἐπίπνοιαν» β. «ἄνευ τινὸς ἐπιπνοίας θεῶν», Πλάτ.)
αρχ.
φύσημα, πνοή («ἐπίπνοιαι χειμεριναί», Θεόφρ.).