ἐπιφλεγής: Difference between revisions
From LSJ
Ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → Habebo amicos, si habuero pecuniam → An Freunden wird's nicht fehlen, wenn's an Geld nicht fehlt
(6_7) |
(14) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιφλεγής''': -ές, ([[φλέγω]]) [[φλογώδης]], [[πυρώδης]], [[χρῶμα]] Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 34. | |lstext='''ἐπιφλεγής''': -ές, ([[φλέγω]]) [[φλογώδης]], [[πυρώδης]], [[χρῶμα]] Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 34. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπιφλεγής]], -ές (A) [[επιφλέγω]]<br />αυτός που [[είναι]] [[φλογώδης]] στην [[επιφάνεια]], που έχει κατακόκκινη [[επιφάνεια]] («οἷς [[περί]] τὰ στήθη ἐπιφλεγές έστι [[χρῶμα]] δυσόργητοι», <b>Αριστοτ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:12, 29 September 2017
English (LSJ)
ές, (φλέγω)
A fiery, χρῶμα Arist.Phgn.812a25.
German (Pape)
[Seite 1000] ές, auf der Oberfläche entzündet, hochroth, Arist. physiogn.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιφλεγής: -ές, (φλέγω) φλογώδης, πυρώδης, χρῶμα Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 34.
Greek Monolingual
ἐπιφλεγής, -ές (A) επιφλέγω
αυτός που είναι φλογώδης στην επιφάνεια, που έχει κατακόκκινη επιφάνεια («οἷς περί τὰ στήθη ἐπιφλεγές έστι χρῶμα δυσόργητοι», Αριστοτ.).