ἐποικονομία: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422
(6_9)
(14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐποικονομία''': ἡ, [[ἀνάλογος]] [[διανομή]], ἐποικονομίαν ἔργων ἢ παθῶν Λογγῖν. 11, 6 (εἰ μὴ [[ἀναγνωστέον]] ἐποικοδομία).
|lstext='''ἐποικονομία''': ἡ, [[ἀνάλογος]] [[διανομή]], ἐποικονομίαν ἔργων ἢ παθῶν Λογγῖν. 11, 6 (εἰ μὴ [[ἀναγνωστέον]] ἐποικοδομία).
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐποικονομία]], ἡ (Α)<br />[[διανομή]] κατ’ [[αναλογία]].
}}
}}

Revision as of 07:12, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐποικονομία Medium diacritics: ἐποικονομία Low diacritics: εποικονομία Capitals: ΕΠΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Transliteration A: epoikonomía Transliteration B: epoikonomia Transliteration C: epoikonomia Beta Code: e)poikonomi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A apporlionment, ἔργων ἢ παθῶν ἐ. rhetorical arrangement of them, Longin.11.2(nisi leg. ἐποικοδομία).

German (Pape)

[Seite 1007] ἡ, das Hinzufügen u. richtig Vertheilen, ἔργων ἢ παθῶν Longin. 11, 2, od. v. l. ἐποικοδομία, Vergrößerung in der Darstellung, exaggeratio. S. ἐποικοδόμησις.

Greek (Liddell-Scott)

ἐποικονομία: ἡ, ἀνάλογος διανομή, ἐποικονομίαν ἔργων ἢ παθῶν Λογγῖν. 11, 6 (εἰ μὴ ἀναγνωστέον ἐποικοδομία).

Greek Monolingual

ἐποικονομία, ἡ (Α)
διανομή κατ’ αναλογία.