ἔρεγμα: Difference between revisions
From LSJ
τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at work — just at work until the one who is now constraining it is taken out.
(6_21) |
(14) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔρεγμα''': τό, ([[ἐρείκω]]), = [[ἔριγμα]], Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 12. 12. | |lstext='''ἔρεγμα''': τό, ([[ἐρείκω]]), = [[ἔριγμα]], Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 12. 12. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἔρεγμα]] και [[ἔριγμα]], τὸ (Α)<br />τριμμένοι δημητριακοί καρποί, χοντροκοπανισμένα όσπρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ερείκω]] «[[σχίζω]], [[συντρίβω]]», με ανερμήνευτο το -<i>ε</i>- ([[αντί]] -<i>ει</i>-, <i>έρειγμα</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:13, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A bruised corn, Thphr.CP4.12.12 (pl.) ; φακῶν ἐρέγματα Erot.
German (Pape)
[Seite 1023] τό (ἐρείκω), im plur., Theophr., geschrotene Hülfenfrüchte.
Greek (Liddell-Scott)
ἔρεγμα: τό, (ἐρείκω), = ἔριγμα, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 12. 12.
Greek Monolingual
ἔρεγμα και ἔριγμα, τὸ (Α)
τριμμένοι δημητριακοί καρποί, χοντροκοπανισμένα όσπρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερείκω «σχίζω, συντρίβω», με ανερμήνευτο το -ε- (αντί -ει-, έρειγμα)].