ἐρινάς: Difference between revisions
From LSJ
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
(6_4) |
(14) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐρῑνάς''': -άδος, ἡ, = [[ἐρινεός]], Νικ. Θηρ. 854. ΙΙ. = [[ὄλυνθος]] ἤ ὄλονθος, Ἀμερίας δὲ ἐρινάδας καλεῖσθαι τοὺς ὀλόνθους Ἀθήν. 76Ε. | |lstext='''ἐρῑνάς''': -άδος, ἡ, = [[ἐρινεός]], Νικ. Θηρ. 854. ΙΙ. = [[ὄλυνθος]] ἤ ὄλονθος, Ἀμερίας δὲ ἐρινάδας καλεῖσθαι τοὺς ὀλόνθους Ἀθήν. 76Ε. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐρινάς]], ἡ (Α) [[ερινεός]]<br /><b>1.</b> [[αγριοσυκιά]], [[ερινεός]]<br /><b>2.</b> αρσενική [[συκιά]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:13, 29 September 2017
English (LSJ)
άδος, ἡ,
A = ἐρινεός, Nic.Th.854. II = ὄλυνθος, Amer. ap. Ath.3.76e (ἐρίνακας codd.), Hsch.
ἐρῑν-άς· νέας βοῦς, Id.
German (Pape)
[Seite 1029] άδος, ἡ, der wilde Feigenbaum, ἐρινεός, Nic. Th. 854; die wilde Feige, Ath. III, 76 c; Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρῑνάς: -άδος, ἡ, = ἐρινεός, Νικ. Θηρ. 854. ΙΙ. = ὄλυνθος ἤ ὄλονθος, Ἀμερίας δὲ ἐρινάδας καλεῖσθαι τοὺς ὀλόνθους Ἀθήν. 76Ε.
Greek Monolingual
ἐρινάς, ἡ (Α) ερινεός
1. αγριοσυκιά, ερινεός
2. αρσενική συκιά.