ἑτοιμόπτωτος: Difference between revisions

From LSJ

Σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → Sometimes silence is preferable to words → Est ubi loquelā melius est silentium → Das Schweigen ist dem Reden manchmal vorzuziehn

Menander, Monostichoi, 477
(6_16)
(14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑτοιμόπτωτος''': -ον, ἕτοιμος νὰ πέσῃ, «[[ἀκροσφαλής]]: ἀντὶ τοῦ [[ἑτοιμόπτωτος]]» Α. Β. 367, 16.
|lstext='''ἑτοιμόπτωτος''': -ον, ἕτοιμος νὰ πέσῃ, «[[ἀκροσφαλής]]: ἀντὶ τοῦ [[ἑτοιμόπτωτος]]» Α. Β. 367, 16.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἑτοιμόπτωτος]], -ον (Α)<br />ο [[έτοιμος]] να πέσει, ο υποκείμενος ή [[επιρρεπής]] σε [[πτώση]] ή σε [[ολίσθηση]], ο [[επισφαλής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έτοιμος]] <span style="color: red;">+</span> [[πτωτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[πίπτω]])].
}}
}}

Revision as of 07:13, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτοιμόπτωτος Medium diacritics: ἑτοιμόπτωτος Low diacritics: ετοιμόπτωτος Capitals: ΕΤΟΙΜΟΠΤΩΤΟΣ
Transliteration A: hetoimóptōtos Transliteration B: hetoimoptōtos Transliteration C: etoimoptotos Beta Code: e(toimo/ptwtos

English (LSJ)

ον,

   A inclined to fall, gloss on ἀκροσφαλής, AB367.

German (Pape)

[Seite 1052] zum Fallen geneigt, B. A. 367.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτοιμόπτωτος: -ον, ἕτοιμος νὰ πέσῃ, «ἀκροσφαλής: ἀντὶ τοῦ ἑτοιμόπτωτος» Α. Β. 367, 16.

Greek Monolingual

ἑτοιμόπτωτος, -ον (Α)
ο έτοιμος να πέσει, ο υποκείμενος ή επιρρεπής σε πτώση ή σε ολίσθηση, ο επισφαλής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + πτωτός (< πίπτω)].